φιλόθρηνος: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filothrinos
|Transliteration C=filothrinos
|Beta Code=filo/qrhnos
|Beta Code=filo/qrhnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fond of wailing, given to lamentations</b>, <span class="bibl">Poll.6.202</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>71</span>, <span class="bibl">Nonn. <span class="title">D.</span>9.294</span>.</span>
|Definition=φιλόθρηνον, [[fond of wailing]], [[given to lamentations]], Poll.6.202, Ptol.''Tetr.''71, Nonn. ''D.''9.294.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόθρηνος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς θρήνους, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 202, Νόνν. Διονυσ. 9. 294· ― φιλοθρηνὴς παρὰ Μόσχ. 4. 66· [[εἶναι]] πιθανῶς ἡμαρτημένον. ΙΙ. Παθ., ὁ [[συχνάκις]] θρηνούμενος, [[τύμβος]] Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 44.
|lstext='''φῐλόθρηνος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς θρήνους, Πολυδ. Ϛ΄, 202, Νόνν. Διονυσ. 9. 294· ― φιλοθρηνὴς παρὰ Μόσχ. 4. 66· [[εἶναι]] πιθανῶς ἡμαρτημένον. ΙΙ. Παθ., ὁ [[συχνάκις]] θρηνούμενος, [[τύμβος]] Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 44.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσουν οι θρήνοι, αυτός που θρηνεί [[συχνά]], κλαψιάρης<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που τον θρηνούν [[συχνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρῆνος]] ([[πρβλ]]. [[ἀξιόθρηνος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόθρηνος Medium diacritics: φιλόθρηνος Low diacritics: φιλόθρηνος Capitals: ΦΙΛΟΘΡΗΝΟΣ
Transliteration A: philóthrēnos Transliteration B: philothrēnos Transliteration C: filothrinos Beta Code: filo/qrhnos

English (LSJ)

φιλόθρηνον, fond of wailing, given to lamentations, Poll.6.202, Ptol.Tetr.71, Nonn. D.9.294.

German (Pape)

[Seite 1280] Klagen liebend, gern od. gewöhnlich klagend, γυναῖκες Nonn. D. 9, 294.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόθρηνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς θρήνους, Πολυδ. Ϛ΄, 202, Νόνν. Διονυσ. 9. 294· ― φιλοθρηνὴς παρὰ Μόσχ. 4. 66· εἶναι πιθανῶς ἡμαρτημένον. ΙΙ. Παθ., ὁ συχνάκις θρηνούμενος, τύμβος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 44.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσουν οι θρήνοι, αυτός που θρηνεί συχνά, κλαψιάρης
2. (με παθ. σημ.) αυτός που τον θρηνούν συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + θρῆνος (πρβλ. ἀξιόθρηνος)].