ἀκαταιτίατος: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akataitiatos | |Transliteration C=akataitiatos | ||
|Beta Code=a)kataiti/atos | |Beta Code=a)kataiti/atos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκαταιτίατον, [[not to be accused]], J.''BJ''4.3.10, al.; [[not to be accused]], [[blameless]], ib.2.14.8. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[no inculpado]], [[no acusado]], [[inocente]] ἀλλ' ἀκαταιτιάτοις ἀκρίτοις οὐδεὶς ἐβοήθησε τοῖς δεδεμένοις nadie ayudó a (aquellos) presos ni inculpados ni juzgados</i> I.<i>BI</i> 4.169, cf. 259, 266, 280, μᾶλλον διὰ τοὺς πολλοὺς ἀκαταιτιάτους συγγνῶναι mejor perdonar (a unos pocos malvados) a causa de muchos inocentes</i> I.<i>BI</i> 2.304. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκαταιτίᾱτος''': -ον, = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κατηγορήσῃ, [[ἀθῷος]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλ. 1. 24, 8, Κύριλλ., κτλ. | |lstext='''ἀκαταιτίᾱτος''': -ον, = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κατηγορήσῃ, [[ἀθῷος]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλ. 1. 24, 8, Κύριλλ., κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκαταιτίατος]], -ον (Α) [[καταιτιῶμαι]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για [[τίποτε]], ο εντελώς [[αθώος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ᾱτ], <i>[[unschuldig]]</i>, Jos. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:22, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκαταιτίατον, not to be accused, J.BJ4.3.10, al.; not to be accused, blameless, ib.2.14.8.
Spanish (DGE)
-ον
no inculpado, no acusado, inocente ἀλλ' ἀκαταιτιάτοις ἀκρίτοις οὐδεὶς ἐβοήθησε τοῖς δεδεμένοις nadie ayudó a (aquellos) presos ni inculpados ni juzgados I.BI 4.169, cf. 259, 266, 280, μᾶλλον διὰ τοὺς πολλοὺς ἀκαταιτιάτους συγγνῶναι mejor perdonar (a unos pocos malvados) a causa de muchos inocentes I.BI 2.304.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταιτίᾱτος: -ον, = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κατηγορήσῃ, ἀθῷος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλ. 1. 24, 8, Κύριλλ., κτλ.
Greek Monolingual
ἀκαταιτίατος, -ον (Α) καταιτιῶμαι
εκείνος που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτε, ο εντελώς αθώος.
German (Pape)
[ᾱτ], unschuldig, Jos.