παίπαλον: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paipalon
|Transliteration C=paipalon
|Beta Code=pai/palon
|Beta Code=pai/palon
|Definition=τό<b class="b3">, παίπαλά τε κρημνούς τε</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">steeps</b> and crags, <span class="bibl">Call. <span class="title">Dian.</span>194</span>, cf. Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>260</span>.</span>
|Definition=τό<b class="b3">, παίπαλά τε κρημνούς τε</b> [[steeps]] and crags, Call. ''Dian.''194, cf. Sch.Ar.''Nu.''260.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παίπᾰλον''': τό, [[ὄνομα]] οὐσιαστ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[παιπαλόεις]], παίπαλά τε κρημνούς τε, ἀπότομα μέρη καὶ κρ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 194, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 261.
|lstext='''παίπᾰλον''': τό, [[ὄνομα]] οὐσιαστ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ [[παιπαλόεις]], παίπαλά τε κρημνούς τε, ἀπότομα μέρη καὶ κρ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 194, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 261.
}}
{{grml
|mltxt=[[παίπαλον]], τὸ (Α)<br />απότομο, δύσβατο [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το επίθ. [[παιπαλόεις]] «[[τραχύς]], [[απότομος]]» (<b>βλ. λ.</b> [[παιπάλη]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίπᾰλον Medium diacritics: παίπαλον Low diacritics: παίπαλον Capitals: ΠΑΙΠΑΛΟΝ
Transliteration A: paípalon Transliteration B: paipalon Transliteration C: paipalon Beta Code: pai/palon

English (LSJ)

τό, παίπαλά τε κρημνούς τε steeps and crags, Call. Dian.194, cf. Sch.Ar.Nu.260.

Greek (Liddell-Scott)

παίπᾰλον: τό, ὄνομα οὐσιαστ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ παιπαλόεις, παίπαλά τε κρημνούς τε, ἀπότομα μέρη καὶ κρ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 194, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 261.

Greek Monolingual

παίπαλον, τὸ (Α)
απότομο, δύσβατο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίθ. παιπαλόεις «τραχύς, απότομος» (βλ. λ. παιπάλη)].