ὠμόϋπνος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source
m (Text replacement - "Apoll" to "Apoll")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omoypnos
|Transliteration C=omoypnos
|Beta Code=w)mo/u+pnos
|Beta Code=w)mo/u+pnos
|Definition=ον, [[with one's sleep not slept out]], ὠ. ἀνιστάναι τινά <span class="bibl">Eup.305</span>; ἀναπηδῆσαι ὠ. <span class="bibl">Philostr. <span class="title">VA</span>8.31</span>.
|Definition=ὠμόϋπνον, [[with one's sleep not slept out]], ὠ. ἀνιστάναι τινά Eup.305; ἀναπηδῆσαι ὠ. Philostr. ''VA''8.31.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμόϋπνος Medium diacritics: ὠμόϋπνος Low diacritics: ωμόϋπνος Capitals: ΩΜΟΫΠΝΟΣ
Transliteration A: ōmóÿpnos Transliteration B: ōmoupnos Transliteration C: omoypnos Beta Code: w)mo/u+pnos

English (LSJ)

ὠμόϋπνον, with one's sleep not slept out, ὠ. ἀνιστάναι τινά Eup.305; ἀναπηδῆσαι ὠ. Philostr. VA8.31.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμόϋπνος: -ον, (ὠμὸς) ὁ μόλις ἀποκοιμηθείς, ὁ μὴ κοιμηθεὶς ὅσον χρειάζεται, οἰμώξει μακρά, ὁτιή μ’ ἀνέστης ὠμόϋπνον Εὔπολις ἐν Ζωναρᾶ Λεξικ. σ. 605· μειράκιον ὥσπερ ἐμμανὲς ἀναπηδῆσαν ὠμόϋπνον, εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ὕπνου, Φιλόστρ. ἐν βίῳ Ἀπολλ. 8, 31, σελ. 371· βλέφαρον ὠμόϋπνον σπῶν Κ. Μανασσ. Χρον. 5301.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που δεν έχει ακόμη αποκοιμηθεί ή αυτός που μόλις αποκοιμήθηκε («μειράκιον ὤσπερ ἐμμανὲς ἀναπηδῆσαν ὠμόϋπνον», Φιλόστρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + ὕπνος.

German (Pape)

halb im Schlafe, zwischen Schlafen und Wachen; ὠμόϋπνον ἀνιστάναι τινά Eupol. bei Zon. v. ἐγερθῆναι; Philostr. v. Apoll. 8.31.