ἀποτιστέον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apotisteon
|Transliteration C=apotisteon
|Beta Code=a)potiste/on
|Beta Code=a)potiste/on
|Definition=(better <b class="b3">ἀποτειστέον</b>), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one must pay]], ζημίαν <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span>9.5</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>71</span>, <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>46(3).2</span>.</span>
|Definition=(better [[ἀποτειστέον]]), [[one must pay]], ζημίαν X.''Lac.''9.5, cf. ''PTeb.''71, Aristid.''Or.''46(3).2.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hay que pagar]] ζημίαν X.<i>Lac</i>.9.5, διπλὴν ἔκτισιν Aristid.<i>Or</i>.46.2.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτιστέον:''' adj. verb. к [[ἀποτίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτιστέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποτίσῃ, νὰ πληρώσῃ, καὶ ἅμα τούτου ζημίαν [[ἀποτιστέον]] Ξεν. Λακ. 9. 5.
|lstext='''ἀποτιστέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποτίσῃ, νὰ πληρώσῃ, καὶ ἅμα τούτου ζημίαν [[ἀποτιστέον]] Ξεν. Λακ. 9. 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hay que pagar]] ζημίαν X.<i>Lac</i>.9.5, διπλὴν ἔκτισιν Aristid.<i>Or</i>.46.2.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποτίνω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να πληρώσει ως [[εξιλέωση]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀποτιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀποτίνω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να πληρώσει ως [[εξιλέωση]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτιστέον:''' adj. verb. к [[ἀποτίνω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτιστέον Medium diacritics: ἀποτιστέον Low diacritics: αποτιστέον Capitals: ΑΠΟΤΙΣΤΕΟΝ
Transliteration A: apotistéon Transliteration B: apotisteon Transliteration C: apotisteon Beta Code: a)potiste/on

English (LSJ)

(better ἀποτειστέον), one must pay, ζημίαν X.Lac.9.5, cf. PTeb.71, Aristid.Or.46(3).2.

Spanish (DGE)

hay que pagar ζημίαν X.Lac.9.5, διπλὴν ἔκτισιν Aristid.Or.46.2.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτιστέον: adj. verb. к ἀποτίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτιστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποτίσῃ, νὰ πληρώσῃ, καὶ ἅμα τούτου ζημίαν ἀποτιστέον Ξεν. Λακ. 9. 5.

Greek Monotonic

ἀποτιστέον: ρημ. επίθ. του ἀποτίνω, αυτό που πρέπει κάποιος να πληρώσει ως εξιλέωση, σε Ξεν.