κλέπιμος: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klepimos
|Transliteration C=klepimos
|Beta Code=kle/pimos
|Beta Code=kle/pimos
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κλόπιμος]], [[contraband]], ἔλαιον <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.59.7</span> (iii B.C.), prob. in <span class="bibl"><span class="title">PRev.Laws</span>55.20</span> (iii B.C.).</span>
|Definition== [[κλόπιμος]], [[contraband]], ἔλαιον ''PHib.''1.59.7 (iii B.C.), prob. in ''PRev.Laws''55.20 (iii B.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλέπιμος]], -ον (Α)<br /><b>πάπ.</b> αυτός που προέρχεται από [[λαθρεμπόριο]], που διέφυγε τη [[φορολογία]] («κλέπιμον [[ἔλαιον]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλόπιμος]], κατ' [[επίδραση]] του [[κλέπτω]].
|mltxt=[[κλέπιμος]], -ον (Α)<br /><b>πάπ.</b> αυτός που προέρχεται από [[λαθρεμπόριο]], που διέφυγε τη [[φορολογία]] («κλέπιμον [[ἔλαιον]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλόπιμος]], κατ' [[επίδραση]] του [[κλέπτω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλέπιμος Medium diacritics: κλέπιμος Low diacritics: κλέπιμος Capitals: ΚΛΕΠΙΜΟΣ
Transliteration A: klépimos Transliteration B: klepimos Transliteration C: klepimos Beta Code: kle/pimos

English (LSJ)

= κλόπιμος, contraband, ἔλαιον PHib.1.59.7 (iii B.C.), prob. in PRev.Laws55.20 (iii B.C.).

Greek Monolingual

κλέπιμος, -ον (Α)
πάπ. αυτός που προέρχεται από λαθρεμπόριο, που διέφυγε τη φορολογία («κλέπιμον ἔλαιον», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλόπιμος, κατ' επίδραση του κλέπτω.