κολόβριον: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kolovrion
|Transliteration C=kolovrion
|Beta Code=kolo/brion
|Beta Code=kolo/brion
|Definition=τό, the [[young]] of the [[wild]] [[swine]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>7.47</span>; also [[μολόβριον]] Ar.Byz. ap. <span class="bibl">Eust.1817.19</span>.
|Definition=τό, the [[young]] of the [[wild]] [[swine]], Ael.''NA''7.47; also [[μολόβριον]] Ar.Byz. ap. Eust.1817.19.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit du sanglier, marcassin.<br />'''Étymologie:''' [[μολοβρός]].
|btext=ου (τό) :<br />[[petit du sanglier]], [[marcassin]].<br />'''Étymologie:''' [[μολοβρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μολόβριον]] και, [[κατά]] τον <b>Αριστοφ.</b> Βυζάντ., κολόβριον, τὸ (Α) [[μολοβρός]]<br /><b>1.</b> το [[νεογνό]] του αγριοχοίρου<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μολόβρια<br />τὰ τῶν ἀγρίων θηρία [[τέκνα]] οὕτω καλεῑται.
|mltxt=[[μολόβριον]] και, [[κατά]] τον <b>Αριστοφ.</b> Βυζάντ., κολόβριον, τὸ (Α) [[μολοβρός]]<br /><b>1.</b> το [[νεογνό]] του αγριοχοίρου<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μολόβρια<br />τὰ τῶν ἀγρίων θηρία [[τέκνα]] οὕτω καλεῖται.
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολόβριον Medium diacritics: κολόβριον Low diacritics: κολόβριον Capitals: ΚΟΛΟΒΡΙΟΝ
Transliteration A: kolóbrion Transliteration B: kolobrion Transliteration C: kolovrion Beta Code: kolo/brion

English (LSJ)

τό, the young of the wild swine, Ael.NA7.47; also μολόβριον Ar.Byz. ap. Eust.1817.19.

German (Pape)

[Seite 199] τό, Ferkel vom wilden Schwein, Frischling, Ael. H. A. 7, 47, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit du sanglier, marcassin.
Étymologie: μολοβρός.

Greek (Liddell-Scott)

μολόβριον: τό, νεογνὸν ἀγρίου χοίρου, τῶν δὲ ἀγρίων ὑῶν τὰ τέκνα μολόβρια ὀνομάζουσιν Αἰλ. π. Ζ. 7. 47· ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «μολόβρια· τὰ τῶν ἀγρίων θηρίων τέκνα οὕτω καλεῖται»· ‒ ὡσαύτως κολύβριον, Ἀριστοφ. Γραμμ. παρ᾿ Εὐστ. 1817. 19. (Ἴδε ἐν λ. μολοβρός).

Greek Monolingual

μολόβριον και, κατά τον Αριστοφ. Βυζάντ., κολόβριον, τὸ (Α) μολοβρός
1. το νεογνό του αγριοχοίρου
2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόβρια
τὰ τῶν ἀγρίων θηρία τέκνα οὕτω καλεῖται.