ψευδοκλητήρ: Difference between revisions

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psevdoklitir
|Transliteration C=psevdoklitir
|Beta Code=yeudoklhth/r
|Beta Code=yeudoklhth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who falsely subscribes his name as witness to a summons]], <span class="bibl">Theopomp.Hist.267</span>.</span>
|Definition=ψευδοκλητῆρος, ὁ, [[one who falsely subscribes his name as witness to a summons]], Theopomp.Hist.267.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψευδοκλητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ψευδῶς ἐπιγράφων τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[ὄνομα]] εἰς κλῆσίν τινος, Θεοπόμπ. Ἱστορ. 297, [[μετὰ]] διάφ. γραφ. -[[κλήτωρ]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 318.
|lstext='''ψευδοκλητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ψευδῶς ἐπιγράφων τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[ὄνομα]] εἰς κλῆσίν τινος, Θεοπόμπ. Ἱστορ. 297, μετὰ διάφ. γραφ. -[[κλήτωρ]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 318.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />[[άτομο]] που υπογράφει [[ψευδώς]] ότι ως [[κλητήρ]] κάλεσε εναγόμενο να προσέλθει σε δικάσιμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλητήρ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>καλῶ</i>)].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />[[άτομο]] που υπογράφει [[ψευδώς]] ότι ως [[κλητήρ]] κάλεσε εναγόμενο να προσέλθει σε δικάσιμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλητήρ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>καλῶ</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδοκλητήρ Medium diacritics: ψευδοκλητήρ Low diacritics: ψευδοκλητήρ Capitals: ΨΕΥΔΟΚΛΗΤΗΡ
Transliteration A: pseudoklētḗr Transliteration B: pseudoklētēr Transliteration C: psevdoklitir Beta Code: yeudoklhth/r

English (LSJ)

ψευδοκλητῆρος, ὁ, one who falsely subscribes his name as witness to a summons, Theopomp.Hist.267.

German (Pape)

[Seite 1394] ὁ, falscher Zeuge bei der Unterschrist einer Klage, Ath. VI, 254 b, neben ψευδομάρτυρες u. συκοφάνται.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοκλητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ψευδῶς ἐπιγράφων τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα εἰς κλῆσίν τινος, Θεοπόμπ. Ἱστορ. 297, μετὰ διάφ. γραφ. -κλήτωρ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 318.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
άτομο που υπογράφει ψευδώς ότι ως κλητήρ κάλεσε εναγόμενο να προσέλθει σε δικάσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + κλητήρ (< καλῶ)].