ἑρκοθηρικός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erkothirikos
|Transliteration C=erkothirikos
|Beta Code=e(rkoqhriko/s
|Beta Code=e(rkoqhriko/s
|Definition=ή, όν, (θήρα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for netting</b> or <b class="b2">fishing with nets</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>220c</span> :</span>
|Definition=ἑρκοθηρική, ἑρκοθηρικόν, ([[θήρα]]) of or for [[netting]] or [[fishing with nets]], Pl.''Sph.''220c:
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑρκοθηρικός''': -ή, -όν, ([[θήρα]]) ἀνήκων εἰς τὸ θηρεύειν διὰ θηρευτικῶν δικτύων, τοῦτο ἑρκοθηκόν τῆς ἄγρας τὸ [[μέρος]] φήσομεν [[εἶναι]] Πλάτ. Σοφ. 220C. ἑρκοθηρευτική (ἐξυπ. [[τέχνη]]) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 139· -ρευτής, ὁ [[αὐτόθι]] 137.
|lstext='''ἑρκοθηρικός''': -ή, -όν, ([[θήρα]]) ἀνήκων εἰς τὸ θηρεύειν διὰ θηρευτικῶν δικτύων, τοῦτο ἑρκοθηκόν τῆς ἄγρας τὸ [[μέρος]] φήσομεν [[εἶναι]] Πλάτ. Σοφ. 220C. ἑρκοθηρευτική (ἐξυπ. [[τέχνη]]) Πολυδ. Ζ΄, 139· -ρευτής, ὁ [[αὐτόθι]] 137.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑρκοθηρικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κυνήγι]] που γίνεται με δίχτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρκος]] <span style="color: red;">+</span> <i>θηρικός</i>].
|mltxt=[[ἑρκοθηρικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κυνήγι]] που γίνεται με δίχτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρκος]] <span style="color: red;">+</span> <i>θηρικός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρκοθηρικός Medium diacritics: ἑρκοθηρικός Low diacritics: ερκοθηρικός Capitals: ΕΡΚΟΘΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: herkothērikós Transliteration B: herkothērikos Transliteration C: erkothirikos Beta Code: e(rkoqhriko/s

English (LSJ)

ἑρκοθηρική, ἑρκοθηρικόν, (θήρα) of or for netting or fishing with nets, Pl.Sph.220c:

German (Pape)

[Seite 1031] ή, όν, zur Jagd mit Stellnetzen gehörig, Plat. Soph. 220 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρκοθηρικός: -ή, -όν, (θήρα) ἀνήκων εἰς τὸ θηρεύειν διὰ θηρευτικῶν δικτύων, τοῦτο ἑρκοθηκόν τῆς ἄγρας τὸ μέρος φήσομεν εἶναι Πλάτ. Σοφ. 220C. ἑρκοθηρευτική (ἐξυπ. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 139· -ρευτής, ὁ αὐτόθι 137.

Greek Monolingual

ἑρκοθηρικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι που γίνεται με δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρκος + θηρικός].