μεριμνητικός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=merimnitikos | |Transliteration C=merimnitikos | ||
|Beta Code=merimnhtiko/s | |Beta Code=merimnhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=μεριμνητική, μεριμνητικόν, [[anxious]], Sch.S.''Tr.''109; [[caused by anxiety]], ὄνειροι Artem.4.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεριμνητικός''': -ή, -όν, ὁ μεριμνῶν, ὁ [[ἔμφροντις]] [[περί]] τινος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 111. | |lstext='''μεριμνητικός''': -ή, -όν, ὁ μεριμνῶν, ὁ [[ἔμφροντις]] [[περί]] τινος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 111. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεριμνητικός]], -ή, -όν (Α) [[μεριμνητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από τις μέριμνες<br /><b>3.</b> [[προσεκτικός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:26, 25 August 2023
English (LSJ)
μεριμνητική, μεριμνητικόν, anxious, Sch.S.Tr.109; caused by anxiety, ὄνειροι Artem.4.2.
German (Pape)
[Seite 134] zum Nachdenken, Sorgen geneigt, bekümmert, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεριμνητικός: -ή, -όν, ὁ μεριμνῶν, ὁ ἔμφροντις περί τινος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 111.
Greek Monolingual
μεριμνητικός, -ή, -όν (Α) μεριμνητής
1. αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται για κάτι
2. αυτός που προκαλείται από τις μέριμνες
3. προσεκτικός.