διεκπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diekporeyomai
|Transliteration C=diekporeyomai
|Beta Code=diekporeu/omai
|Beta Code=diekporeu/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">go out through</b>, <span class="bibl">D.H.9.26</span>; [[pass through]], [[traverse]], διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας <span class="bibl">M.Ant.7.19</span>.</span>
|Definition=[[go out through]], D.H.9.26; [[pass through]], [[traverse]], διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας M.Ant.7.19.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[pasar a través de]] c. [[διά]] y gen. διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ὡς διὰ χειμάρρου διεκπορεύεται πάντα τὰ σώματα M.Ant.7.19<br /><b class="num">•</b>[[salir]], [[escapar]] κυκλωθέντες ... οὔτε πρόσω διεκπορευέσθαι δυνάμενοι D.H.9.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεκπορεύομαι''': ἀποθ., [[ἐξέρχομαι]] ἐντελῶς διὰ μέσου, Διον. Ἁλ. 9. 26.
|lstext='''διεκπορεύομαι''': ἀποθ., [[ἐξέρχομαι]] ἐντελῶς διὰ μέσου, Διον. Ἁλ. 9. 26.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[pasar a través de]] c. [[διά]] y gen. διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ὡς διὰ χειμάρρου διεκπορεύεται πάντα τὰ σώματα M.Ant.7.19<br /><b class="num">•</b>[[salir]], [[escapar]] κυκλωθέντες ... οὔτε πρόσω διεκπορευέσθαι δυνάμενοι D.H.9.26.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διεκπορεύομαι]] (Α) [[εκπορεύομαι]]<br /><b>1.</b> <b>(αποθ.)</b> [[εξέρχομαι]] εντελώς [[μέσα]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]].
|mltxt=[[διεκπορεύομαι]] (Α) [[εκπορεύομαι]]<br /><b>1.</b> <b>(αποθ.)</b> [[εξέρχομαι]] εντελώς [[μέσα]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκπορεύομαι Medium diacritics: διεκπορεύομαι Low diacritics: διεκπορεύομαι Capitals: ΔΙΕΚΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: diekporeúomai Transliteration B: diekporeuomai Transliteration C: diekporeyomai Beta Code: diekporeu/omai

English (LSJ)

go out through, D.H.9.26; pass through, traverse, διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας M.Ant.7.19.

Spanish (DGE)

pasar a través de c. διά y gen. διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ὡς διὰ χειμάρρου διεκπορεύεται πάντα τὰ σώματα M.Ant.7.19
salir, escapar κυκλωθέντες ... οὔτε πρόσω διεκπορευέσθαι δυνάμενοι D.H.9.26.

German (Pape)

[Seite 618] heraus- u. durchgehen, Dion. Hal. 9, 26; διά τινος, M. Ant. 7, 19.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπορεύομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι ἐντελῶς διὰ μέσου, Διον. Ἁλ. 9. 26.

Greek Monolingual

διεκπορεύομαι (Α) εκπορεύομαι
1. (αποθ.) εξέρχομαι εντελώς μέσα από κάτι
2. διέρχομαι.