ἀναπλήθω: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anaplitho | |Transliteration C=anaplitho | ||
|Beta Code=a)naplh/qw | |Beta Code=a)naplh/qw | ||
|Definition=poet. for [[ἀναπίμπλημι]], | |Definition=poet. for [[ἀναπίμπλημι]], Q.S.11.312.<br><span class="bld">2</span> intr., to [[be full]], Id.13.22. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[llenar]], [[cubrir]] ἠύτε δένδρεα μακρὰ ... ἀναπλήσωσι φάραγγας Q.S.8.131, cf. 13.22 (cód.)<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[llenarse]], [[cubrirse]] πάντῃ δ' ἀναπλήθεται εὐρὺς αἰγιαλός Q.S.11.312. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναπλήθω''': ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀναπίμπλημι]], κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. ([[διότι]] τὸ ἀναπλήσω, ἀνέπλησα, ἀνήκουσιν εἰς τὸ [[ἀναπίμπλημι]]. Ἴδε Κοραῆν εἰς Ἡλιόδ. τόμ. 2. σ. 123, Βαστίου Ἐπιστ. Κριτ. σ. 138), Κόϊντ. Σμ. 11. 312. 2) ἀμετάβ., εἶμαι [[πλήρης]], ὁ αὐτ. 13. 22. | |lstext='''ἀναπλήθω''': ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀναπίμπλημι]], κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. ([[διότι]] τὸ ἀναπλήσω, ἀνέπλησα, ἀνήκουσιν εἰς τὸ [[ἀναπίμπλημι]]. Ἴδε Κοραῆν εἰς Ἡλιόδ. τόμ. 2. σ. 123, Βαστίου Ἐπιστ. Κριτ. σ. 138), Κόϊντ. Σμ. 11. 312. 2) ἀμετάβ., εἶμαι [[πλήρης]], ὁ αὐτ. 13. 22. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
poet. for ἀναπίμπλημι, Q.S.11.312.
2 intr., to be full, Id.13.22.
Spanish (DGE)
llenar, cubrir ἠύτε δένδρεα μακρὰ ... ἀναπλήσωσι φάραγγας Q.S.8.131, cf. 13.22 (cód.)
•en v. med. llenarse, cubrirse πάντῃ δ' ἀναπλήθεται εὐρὺς αἰγιαλός Q.S.11.312.
German (Pape)
[Seite 202] = ἀναπίμπλημι, bes. besudeln, Heliodor.; intrans., voll sein, Qu. Sm. 13, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπλήθω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀναπίμπλημι, κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (διότι τὸ ἀναπλήσω, ἀνέπλησα, ἀνήκουσιν εἰς τὸ ἀναπίμπλημι. Ἴδε Κοραῆν εἰς Ἡλιόδ. τόμ. 2. σ. 123, Βαστίου Ἐπιστ. Κριτ. σ. 138), Κόϊντ. Σμ. 11. 312. 2) ἀμετάβ., εἶμαι πλήρης, ὁ αὐτ. 13. 22.