ὑπερπλήρης: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(43) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperpliris | |Transliteration C=yperpliris | ||
|Beta Code=u(perplh/rhs | |Beta Code=u(perplh/rhs | ||
|Definition= | |Definition=ὑπερπλήρες, [[overfull]], Plot.5.2.1, Jul.''Or.''4.140b, Procl.''Inst.'' 131, Dam.''Pr.''307, etc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />trop plein, tout rempli <i>ou</i> couvert de.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[πλήρης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερπλήρης''': -ες, πληρέστατος, Πλωτῖν. 5. 2, 1. Πρόκλ. κλπ. Ἐπίρρ., -ρως, Λειτουργία Ἰακώβου σ. 3Β. | |lstext='''ὑπερπλήρης''': -ες, πληρέστατος, Πλωτῖν. 5. 2, 1. Πρόκλ. κλπ. Ἐπίρρ., -ρως, Λειτουργία Ἰακώβου σ. 3Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[ὑπερπλήρης]], -ῆρες, ΝΜΑ [[πλήρης]]<br />εντελώς [[πλήρης]], [[ξέχειλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπερπλήρως]] / <i>ὑπερπλήρως</i> ΝΜΑ<br />υπέρμετρα, υπερβολικά. | |mltxt=-ες / [[ὑπερπλήρης]], -ῆρες, ΝΜΑ [[πλήρης]]<br />εντελώς [[πλήρης]], [[ξέχειλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπερπλήρως]] / <i>ὑπερπλήρως</i> ΝΜΑ<br />υπέρμετρα, υπερβολικά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπερπλήρες, overfull, Plot.5.2.1, Jul.Or.4.140b, Procl.Inst. 131, Dam.Pr.307, etc.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
trop plein, tout rempli ou couvert de.
Étymologie: ὑπέρ, πλήρης.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπλήρης: -ες, πληρέστατος, Πλωτῖν. 5. 2, 1. Πρόκλ. κλπ. Ἐπίρρ., -ρως, Λειτουργία Ἰακώβου σ. 3Β.
Greek Monolingual
-ες / ὑπερπλήρης, -ῆρες, ΝΜΑ πλήρης
εντελώς πλήρης, ξέχειλος.
επίρρ...
υπερπλήρως / ὑπερπλήρως ΝΜΑ
υπέρμετρα, υπερβολικά.