καταστείχω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katasteicho
|Transliteration C=katasteicho
|Beta Code=katastei/xw
|Beta Code=katastei/xw
|Definition=aor. 2 -έστῐχον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κατέρχομαι]], <span class="title">AP</span>9.298 (Antiphil.); <b class="b2">return from exile</b>, IG22.1113.12.</span>
|Definition=aor. 2 κατέστῐχον, = [[κατέρχομαι]], ''AP''9.298 (Antiphil.); [[return from exile]], IG22.1113.12.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[zurückkehren]]</i>; εἰς [[ἄστυ]] κατέστιχον Antiphil. 33 (IX.298); τινός, Nonn. <i>Par</i>. 4.230.
}}
{{elru
|elrutext='''καταστείχω:''' (aor. 2 κατέστῐχον) возвращаться (εἰς [[ἄστυ]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 19: Line 25:
|lsmtext='''καταστείχω:''' μέλ. -ξω = [[κατέρχομαι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''καταστείχω:''' μέλ. -ξω = [[κατέρχομαι]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''καταστείχω:''' (aor. 2 κατέστῐχον) возвращаться (εἰς [[ἄστυ]] Anth.).
|mdlsjtxt=fut. ξω = [[κατέρχομαι]], Anth.]
}}
}}

Latest revision as of 11:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστείχω Medium diacritics: καταστείχω Low diacritics: καταστείχω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: katasteíchō Transliteration B: katasteichō Transliteration C: katasteicho Beta Code: katastei/xw

English (LSJ)

aor. 2 κατέστῐχον, = κατέρχομαι, AP9.298 (Antiphil.); return from exile, IG22.1113.12.

German (Pape)

zurückkehren; εἰς ἄστυ κατέστιχον Antiphil. 33 (IX.298); τινός, Nonn. Par. 4.230.

Russian (Dvoretsky)

καταστείχω: (aor. 2 κατέστῐχον) возвращаться (εἰς ἄστυ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καταστείχω: μέλλ. -ξω, = κατέρχομαι, εἰς ἄστυ κατέστιχον Ἀνθ. Π. 9. 298· τινός, καταστείχοντι κελεύθου, ἐξ ὁδοῦ, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 230, καὶ ἐν Ἐπιγρ. CIA. III, 44. 12.

Greek Monolingual

καταστείχω (Α)
1. κατέρχομαι, κατεβαίνω
2. επιστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στείχω «περπατώ, βαδίζω»].

Greek Monotonic

καταστείχω: μέλ. -ξω = κατέρχομαι, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. ξω = κατέρχομαι, Anth.]