περιειλάς: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perieilas
|Transliteration C=perieilas
|Beta Code=perieila/s
|Beta Code=perieila/s
|Definition=άδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[encircling]], ζῶναι Eratosth.<span class="title">Fr.</span>16.3 (v.l. [[περιηγέες]]).</span>
|Definition=περιειλάδος, ἡ, [[encircling]], ζῶναι Eratosth.''Fr.''16.3 ([[varia lectio|v.l.]] [[περιηγέες]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιειλάς''': -άδος, ἡ, ἡ περιβάλλουσα, ζῶναι Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν τῇ Εἰσαγωγῇ 153C· ἀλλὰ περηγέες, ὡς μνημονεύεται ἐν [[Ἡρακλ]]. Ἀλληγορ. 50.
|lstext='''περιειλάς''': -άδος, ἡ, ἡ περιβάλλουσα, ζῶναι Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν τῇ Εἰσαγωγῇ 153C· ἀλλὰ περηγέες, ὡς μνημονεύεται ἐν Ἡρακλ. Ἀλληγορ. 50.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />αυτή που περιβάλλει, που περιζώνει («περιειλάδες ζῶναι», Ερατοσθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιείλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>].
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />αυτή που περιβάλλει, που περιζώνει («περιειλάδες ζῶναι», Ερατοσθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιείλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιειλάς Medium diacritics: περιειλάς Low diacritics: περιειλάς Capitals: ΠΕΡΙΕΙΛΑΣ
Transliteration A: perieilás Transliteration B: perieilas Transliteration C: perieilas Beta Code: perieila/s

English (LSJ)

περιειλάδος, ἡ, encircling, ζῶναι Eratosth.Fr.16.3 (v.l. περιηγέες).

German (Pape)

[Seite 573] ἡ, die herumgewundene, ζώνη, Eratosth. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

περιειλάς: -άδος, ἡ, ἡ περιβάλλουσα, ζῶναι Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν τῇ Εἰσαγωγῇ 153C· ἀλλὰ περηγέες, ὡς μνημονεύεται ἐν Ἡρακλ. Ἀλληγορ. 50.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
αυτή που περιβάλλει, που περιζώνει («περιειλάδες ζῶναι», Ερατοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιείλω + κατάλ. -άς].