ἀκαμαντοχάρμας: Difference between revisions

From LSJ

ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → the tears of whores and public speakers are identical

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akamantocharmas
|Transliteration C=akamantocharmas
|Beta Code=a)kamantoxa/rmas
|Beta Code=a)kamantoxa/rmas
|Definition=α, ὁ, [[unwearied in fight]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>184</span>, in voc. <b class="b3">ἀκαμαντοχάρμᾰν Αἶαν</b>.
|Definition=α, ὁ, [[unwearied in fight]], Pi.''Fr.''184, in voc. <b class="b3">ἀκαμαντοχάρμᾰν Αἶαν</b>.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰμαντοχάρμας Medium diacritics: ἀκαμαντοχάρμας Low diacritics: ακαμαντοχάρμας Capitals: ΑΚΑΜΑΝΤΟΧΑΡΜΑΣ
Transliteration A: akamantochármas Transliteration B: akamantocharmas Transliteration C: akamantocharmas Beta Code: a)kamantoxa/rmas

English (LSJ)

α, ὁ, unwearied in fight, Pi.Fr.184, in voc. ἀκαμαντοχάρμᾰν Αἶαν.

Spanish (DGE)

(ἀκᾰμαντοχάρμας) -ᾱ que no se cansa de la batalla, Αἴας Pi.Fr.184.

German (Pape)

ἀκαμαντοχάρμαν αἶαν Pind. frg. 179, unermüdlich im Kampfe, eigentümlicher vocativ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰμαντοχάρμας: α adj. неутомимый в битвах (Αἴας Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰμαντοχάρμας: α, ὁ, ἀκάματος ἐν πολέμῳ, Πινδ. Ἀποσπ. 179· κατὰ κλητ. ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Χοιροβοσκός, 106, 128. Gaisf.).

English (Slater)

ᾰκᾰμαντοχάρμας untiring in battle ὑπερμενὲς ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (voc., v. Herodian., 2. 659, 26, ὅτι ἢ κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν ἐγένετο ἀκαμαντοχάρμαν μετὰ τοῦ ν, ἢ διὰ τὴν ἐπαλληλίαν τῶν φωνηέντων. v. Kambylis, Anredeformen, 135.) fr. 184.

Greek Monolingual

ἀκαμαντοχάρμας, ο (Α)
ο ακαμαντομάχας (Πίνδ. απ. 179).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + -χάρμας < χάρμα, -η].