τυμπανικός: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=τῠμπᾰνικός | ||
|Medium diacritics=τυμπανικός | |Medium diacritics=τυμπανικός | ||
|Low diacritics=τυμπανικός | |Low diacritics=τυμπανικός | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tympanikos | |Transliteration C=tympanikos | ||
|Beta Code=tumpaniko/s | |Beta Code=tumpaniko/s | ||
|Definition= | |Definition=τυμπανική, τυμπανικόν, [[suffering from tympanites]] ([[τυμπανίας ὕδρωψ]]), Alex.Trall. 10. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τυμπᾰνικός''': -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ τυμπανίου ὕδρωπος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 522. | |lstext='''τυμπᾰνικός''': -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ τυμπανίου ὕδρωπος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 522. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τυμπανικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τύμπανον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που ηχεί σαν [[τύμπανο]], που παράγει ήχο όμοιο με τον ήχο που παράγει το [[τύμπανο]] («[[τυμπανικός]] [[ήχος]]» — [[ήχος]] μεταλλικής απήχησης αποδιδόμενος [[κατά]] την [[επίκρουση]] διαφόρων τμημάτων του σώματος τα οποία περικλείουν όργανα που περιέχουν αέρα, όπως λ.χ. [[είναι]] τα έντερα)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[τύμπανο]] του αφτιού (α. «[[τυμπανικός]] [[υμένας]]» β. «τυμπανικό [[νεύρο]]» γ. «τυμπανικό [[οστό]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μουσ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[τύμπανο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) ο [[υδρωπικός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:32, 25 August 2023
English (LSJ)
τυμπανική, τυμπανικόν, suffering from tympanites (τυμπανίας ὕδρωψ), Alex.Trall. 10.
Greek (Liddell-Scott)
τυμπᾰνικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ τυμπανίου ὕδρωπος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 522.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τυμπανικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τύμπανον
νεοελλ.
1. ιατρ. αυτός που ηχεί σαν τύμπανο, που παράγει ήχο όμοιο με τον ήχο που παράγει το τύμπανο («τυμπανικός ήχος» — ήχος μεταλλικής απήχησης αποδιδόμενος κατά την επίκρουση διαφόρων τμημάτων του σώματος τα οποία περικλείουν όργανα που περιέχουν αέρα, όπως λ.χ. είναι τα έντερα)
2. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τύμπανο του αφτιού (α. «τυμπανικός υμένας» β. «τυμπανικό νεύρο» γ. «τυμπανικό οστό»)
νεοελλ.-μσν.
μουσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τύμπανο
αρχ.
(για πρόσ.) ο υδρωπικός.