ἀποστέγασμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apostegasma
|Transliteration C=apostegasma
|Beta Code=a)poste/gasma
|Beta Code=a)poste/gasma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[protection against]], ψύχους <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.13.3</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[protection against]], ψύχους [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.13.3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[protección contra]] τοῦ ψύχους Thphr.<i>CP</i> 5.13.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποστέγασμα''': τό, [[στέγασμα]] [[ἐναντίον]] τινός, ἔχει προβολὴν καὶ [[οἷον]] [[ἀποστέγασμα]] τοῦ ψύχους τὴν ἀλμυρίδα Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 13, 3.
|lstext='''ἀποστέγασμα''': τό, [[στέγασμα]] [[ἐναντίον]] τινός, ἔχει προβολὴν καὶ [[οἷον]] [[ἀποστέγασμα]] τοῦ ψύχους τὴν ἀλμυρίδα Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 13, 3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[protección contra]] τοῦ ψύχους Thphr.<i>CP</i> 5.13.3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποστέγασμα]], το (Α)<br />[[σκέπη]] για να φυλαχθεί [[κανείς]] από [[κάτι]] («[[ἀποστέγασμα]] ψύχους»).
|mltxt=[[ἀποστέγασμα]], το (Α)<br />[[σκέπη]] για να φυλαχθεί [[κανείς]] από [[κάτι]] («[[ἀποστέγασμα]] ψύχους»).
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστέγασμα Medium diacritics: ἀποστέγασμα Low diacritics: αποστέγασμα Capitals: ΑΠΟΣΤΕΓΑΣΜΑ
Transliteration A: apostégasma Transliteration B: apostegasma Transliteration C: apostegasma Beta Code: a)poste/gasma

English (LSJ)

-ατος, τό, protection against, ψύχους Thphr. CP 5.13.3.

Spanish (DGE)

-ματος, τό protección contra τοῦ ψύχους Thphr.CP 5.13.3.

German (Pape)

[Seite 326] τό, Schutzdach, ψύχους, zur Abhaltung der Kälte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστέγασμα: τό, στέγασμα ἐναντίον τινός, ἔχει προβολὴν καὶ οἷον ἀποστέγασμα τοῦ ψύχους τὴν ἀλμυρίδα Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 13, 3.

Greek Monolingual

ἀποστέγασμα, το (Α)
σκέπη για να φυλαχθεί κανείς από κάτιἀποστέγασμα ψύχους»).