ἀκατάγγελτος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(1)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akataggeltos
|Transliteration C=akataggeltos
|Beta Code=a)kata/ggeltos
|Beta Code=a)kata/ggeltos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unproclaimed</b>, πόλεμος <span class="bibl">D.H. 1.58</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Num.</span>12</span>, cf. <span class="bibl">App.<span class="title">Hisp.</span>11</span>.</span>
|Definition=ἀκατάγγελτον, [[unproclaimed]], πόλεμος D.H. 1.58, Plu.''Num.''12, cf. App.''Hisp.''11.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀκατάγγελτος''': -ον, ὁ μὴ προκηρυχθείς, [[πόλεμος]], Διον. Ἁλ. 1. 58, Ἀππ. Ἱσπ. Πόλ. 434. 19.
|dgtxt=-ον<br />[[no proclamado]], [[no declarado]] πόλεμος D.H.1.58, Plu.<i>Num</i>.12, cf. App.<i>Hisp</i>.11.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non déclaré <i>en parl. d’une guerre</i>.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καταγγέλλω]].
|btext=ος, ον :<br />non déclaré <i>en parl. d'une guerre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[]], [[καταγγέλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάγγελτος:''' [[не объявленный наперед]], [[начатый без предварительного объявления]] ([[πόλεμος]] Plut.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ον<br />[[no proclamado]], [[no declarado]] πόλεμος D.H.1.58, Plu.<i>Num</i>.12, cf. App.<i>Hisp</i>.11.
|lstext='''ἀκατάγγελτος''': -ον, ὁ μὴ προκηρυχθείς, [[πόλεμος]], Διον. Ἁλ. 1. 58, Ἀππ. Ἱσπ. Πόλ. 434. 19.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάγγελτος]], -ον) [[καταγγέλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια [[παράβαση]]<br /><b>2.</b> (για [[σύμβαση]]) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η [[λύση]] της<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο [[ακήρυκτος]]<br />«[[ἀκατάγγελτος]] [[πόλεμος]]» (Δίον. Αλ. 1, 58).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάγγελτος]], -ον) [[καταγγέλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια [[παράβαση]]<br /><b>2.</b> (για [[σύμβαση]]) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η [[λύση]] της<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο [[ακήρυκτος]]<br />«[[ἀκατάγγελτος]] [[πόλεμος]]» (Δίον. Αλ. 1, 58).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάγγελτος:''' не объявленный наперед, начатый без предварительного объявления ([[πόλεμος]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 11:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάγγελτος Medium diacritics: ἀκατάγγελτος Low diacritics: ακατάγγελτος Capitals: ΑΚΑΤΑΓΓΕΛΤΟΣ
Transliteration A: akatángeltos Transliteration B: akatangeltos Transliteration C: akataggeltos Beta Code: a)kata/ggeltos

English (LSJ)

ἀκατάγγελτον, unproclaimed, πόλεμος D.H. 1.58, Plu.Num.12, cf. App.Hisp.11.

Spanish (DGE)

-ον
no proclamado, no declarado πόλεμος D.H.1.58, Plu.Num.12, cf. App.Hisp.11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non déclaré en parl. d'une guerre.
Étymologie: , καταγγέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάγγελτος: не объявленный наперед, начатый без предварительного объявления (πόλεμος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάγγελτος: -ον, ὁ μὴ προκηρυχθείς, πόλεμος, Διον. Ἁλ. 1. 58, Ἀππ. Ἱσπ. Πόλ. 434. 19.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάγγελτος, -ον) καταγγέλλω
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια παράβαση
2. (για σύμβαση) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η λύση της
αρχ.
αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο ακήρυκτος
«ἀκατάγγελτος πόλεμος» (Δίον. Αλ. 1, 58).