ἀνδίκτης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=andiktis
|Transliteration C=andiktis
|Beta Code=a)ndi/kths
|Beta Code=a)ndi/kths
|Definition=ου, ὁ, for [[ἀναδίκτης]] (ἀναδικεῖν), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[catch of a mousetrap]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>233</span>.</span>
|Definition=ἀνδίκτου, ὁ, for [[ἀναδίκτης]] ([[ἀναδικεῖν]]), [[catch of a mousetrap]], Call.''Fr.''233.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[ratonera]] Call.<i>Fr</i>.177.33, cf. Poll.10.156, Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδίκτης''': -ου, ὁ, ἀντὶ ἀναδίκτης ([[ἀναδικεῖν]]), «τὸ ἀναρριπτόμενον τῆς μυάγρας [[ξύλον]]» Ἡσύχ., [[ὅπερ]] καὶ [[ῥόπτρον]] λέγεται· κατὰ Σουΐδαν [[ὅμως]] καὶ Ἐτυμ. Μ. ὁ [[ἀνδίκτης]] ἦτο [[εἶδος]] παγίδος· πρβλ. καὶ Καλλιμ. Ἀποσπ. 233.
|lstext='''ἀνδίκτης''': -ου, ὁ, ἀντὶ ἀναδίκτης ([[ἀναδικεῖν]]), «τὸ ἀναρριπτόμενον τῆς μυάγρας [[ξύλον]]» Ἡσύχ., [[ὅπερ]] καὶ [[ῥόπτρον]] λέγεται· κατὰ Σουΐδαν [[ὅμως]] καὶ Ἐτυμ. Μ. ὁ [[ἀνδίκτης]] ἦτο [[εἶδος]] παγίδος· πρβλ. καὶ Καλλιμ. Ἀποσπ. 233.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[ratonera]] Call.<i>Fr</i>.177.33, cf. Poll.10.156, Hsch.
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδίκτης Medium diacritics: ἀνδίκτης Low diacritics: ανδίκτης Capitals: ΑΝΔΙΚΤΗΣ
Transliteration A: andíktēs Transliteration B: andiktēs Transliteration C: andiktis Beta Code: a)ndi/kths

English (LSJ)

ἀνδίκτου, ὁ, for ἀναδίκτης (ἀναδικεῖν), catch of a mousetrap, Call.Fr.233.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ ratonera Call.Fr.177.33, cf. Poll.10.156, Hsch.

German (Pape)

[Seite 216] (ἀναδίκω), ὁ, Mausefalle, Callim. frg. 233 bei Poll. 10, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδίκτης: -ου, ὁ, ἀντὶ ἀναδίκτης (ἀναδικεῖν), «τὸ ἀναρριπτόμενον τῆς μυάγρας ξύλον» Ἡσύχ., ὅπερ καὶ ῥόπτρον λέγεται· κατὰ Σουΐδαν ὅμως καὶ Ἐτυμ. Μ. ὁ ἀνδίκτης ἦτο εἶδος παγίδος· πρβλ. καὶ Καλλιμ. Ἀποσπ. 233.