σιδηροβόρος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sidirovoros
|Transliteration C=sidirovoros
|Beta Code=sidhrobo/ros
|Beta Code=sidhrobo/ros
|Definition=ον,= <b class="b3">σιδηροβρώς, σ. σίδηρος</b> [[a file]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.174</span>.
|Definition=σιδηροβόρον, = <b class="b3">σιδηροβρώς, σ. σίδηρος</b> a [[file]], Opp.''C.''2.174.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροβόρος Medium diacritics: σιδηροβόρος Low diacritics: σιδηροβόρος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: sidērobóros Transliteration B: sidēroboros Transliteration C: sidirovoros Beta Code: sidhrobo/ros

English (LSJ)

σιδηροβόρον, = σιδηροβρώς, σ. σίδηρος a file, Opp.C.2.174.

German (Pape)

[Seite 879] = σιδηροβρώς, Opp. Cyn. 2, 174.

Greek (Liddell-Scott)

σιδηροβόρος: -ον, = σιδηροβορώς, σ. σίδηρος, ῥίνη, ῥινίον, Ὀππ. Κυν. 2. 174.

Greek Monolingual

-α, -ο / σιδηροβόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και σιδηροβόρος Ν
αυτός που κατατρώγει, που διαβρώνει, που καταστρέφει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκοβόρος].