Τυρρηνός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Tyrrinos
|Transliteration C=Tyrrinos
|Beta Code=*turrhno/s
|Beta Code=*turrhno/s
|Definition=ή, όν, [[Tyrrhenian]], IG22.1629.223, <span class="bibl">Plb.1.6.4</span>, etc.; cf. [[Τυρσηνικός]].
|Definition=Τυρρηνή, Τυρρηνόν, [[Tyrrhenian]], IG22.1629.223, Plb.1.6.4, etc.; cf. [[Τυρσηνικός]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τυρρηνός Medium diacritics: Τυρρηνός Low diacritics: Τυρρηνός Capitals: ΤΥΡΡΗΝΟΣ
Transliteration A: Tyrrēnós Transliteration B: Tyrrēnos Transliteration C: Tyrrinos Beta Code: *turrhno/s

English (LSJ)

Τυρρηνή, Τυρρηνόν, Tyrrhenian, IG22.1629.223, Plb.1.6.4, etc.; cf. Τυρσηνικός.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
de Tyrrhénie, tyrrhénien ; οἱ Τυρρηνοί les Tyrrhéniens.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Τυρρηνός:
I ион. ΤυρσηνόςТиррен или Тирсен (сын лидийского царя Атиса, основавший, по преданию, лидийскую колонию на зап. побережье Италии, поздн. Этрурия) Her.
II ион. и староатт. Τυρσηνός 3 тирренский HH, Hes., Pind., Her., Trag.
III ион. и староатт. Τυρσηνός, дор. Τυρσᾱνός ὁ тирренец
1 представитель пеласгического племени в Лидии Her.;
2 житель Тиррении, т. е. Этрурии, этруск Her.

Greek (Liddell-Scott)

Τυρρηνός: ἴδε Τυρσηνός.

Greek Monolingual

και ιων. τ. Τυρσηνός και δωρ. τ. Τυρρανός και Τυρσανός, -ή, -όν, θηλ. και Τυρρηνίς και ιων. τ. Τυρσηνίς, -ίδος, Α
1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Τυρρηνοί ή Τυρσηνοί
οι κάτοικοι της Τυρρηνίας, ελληνική ονομασία τών Ετρούσκων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τοπωνύμιο Τύρρα / Τύρσα (βλ. λ. τύρσις)].

Greek Monotonic

Τυρρηνός: βλ. Τυρσηνός.