ἀνεκπλήρωτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anekplirotos | |Transliteration C=anekplirotos | ||
|Beta Code=a)nekplh/rwtos | |Beta Code=a)nekplh/rwtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεκπλήρωτον, [[incapable of fulfilment]], τἀγαθὸν ἀνεκπλήρωτον Phld.''D.''1.12. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνεκπλήρωτον, incapable of fulfilment, τἀγαθὸν ἀνεκπλήρωτον Phld.D.1.12.
Spanish (DGE)
-ον imposible de realizar τἀγαθόν Phld.D.1.12.
German (Pape)
[Seite 221] nicht auszufüllen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκπλήρωτος: -ον, ὁ μὴ πληρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ πληρωθῇ, Ἀποσπ. Ἡρακλεωτ. σ. 211 Scott.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεκπλήρωτος, -ον)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί, απραγματοποίητος
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.