εὐείλητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eveilitos
|Transliteration C=eveilitos
|Beta Code=eu)ei/lhtos
|Beta Code=eu)ei/lhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">well rolled up, tight</b>, gloss on [[οὖλος]], <span class="bibl">Eust.1056.65</span>.</span>
|Definition=εὐείλητον, [[well rolled up]], [[tight]], ''Glossaria'' on [[οὖλος]], Eust.1056.65.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐείλητος''': -ον, ὁ, εὐδίπλωτος, «εὐείλητοι, ὅ ἐστιν εὐδίπλωτοι διὰ μαλακότητα», περὶ ταπήτων, Εὐστ. Ἰλ. 1056.
|lstext='''εὐείλητος''': -ον, ὁ, εὐδίπλωτος, «εὐείλητοι, ὅ ἐστιν εὐδίπλωτοι διὰ μαλακότητα», περὶ ταπήτων, Εὐστ. Ἰλ. 1056.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐείλητος]], -ον (Μ)<br />αυτός που διπλώνεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ειλητός</i> (<i>ειλώ</i> «[[τυλίγω]]», παράλλ. τ. του [[είλω]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐείλητος Medium diacritics: εὐείλητος Low diacritics: ευείλητος Capitals: ΕΥΕΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: eueílētos Transliteration B: eueilētos Transliteration C: eveilitos Beta Code: eu)ei/lhtos

English (LSJ)

εὐείλητον, well rolled up, tight, Glossaria on οὖλος, Eust.1056.65.

Greek (Liddell-Scott)

εὐείλητος: -ον, ὁ, εὐδίπλωτος, «εὐείλητοι, ὅ ἐστιν εὐδίπλωτοι διὰ μαλακότητα», περὶ ταπήτων, Εὐστ. Ἰλ. 1056.

Greek Monolingual

εὐείλητος, -ον (Μ)
αυτός που διπλώνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειλητός (ειλώ «τυλίγω», παράλλ. τ. του είλω)].