δυσαντίλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(big3_12)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysantilektos
|Transliteration C=dysantilektos
|Beta Code=dusanti/lektos
|Beta Code=dusanti/lektos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard to gainsay</b>, <span class="bibl">D.H.5.18</span>: metaph., ἐπιθυμία <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>18.9.5</span>.</span>
|Definition=δυσαντίλεκτον, [[hard to gainsay]], D.H.5.18: metaph., ἐπιθυμία J.''AJ''18.9.5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de contradecir]] τεκμήριον D.H.5.18, cf. 7.70, ἐπιθυμία I.<i>AI</i> 18.343.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 19:
|lstext='''δυσαντίλεκτος''': -ον, δυσκόλως ἀναιρούμενος, ἀνασκευαζόμενος [[τεκμήριον]], [[μαρτυρία]] Διον. Ἁλ. 5. 18, κτλ.
|lstext='''δυσαντίλεκτος''': -ον, δυσκόλως ἀναιρούμενος, ἀνασκευαζόμενος [[τεκμήριον]], [[μαρτυρία]] Διον. Ἁλ. 5. 18, κτλ.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de contradecir]] τεκμήριον D.H.5.18, cf. 7.70, ἐπιθυμία I.<i>AI</i> 18.343.
|mltxt=[[δυσαντίλεκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] με τον οποίο δύσκολα διαφωνεί [[κανείς]].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαντίλεκτος Medium diacritics: δυσαντίλεκτος Low diacritics: δυσαντίλεκτος Capitals: ΔΥΣΑΝΤΙΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: dysantílektos Transliteration B: dysantilektos Transliteration C: dysantilektos Beta Code: dusanti/lektos

English (LSJ)

δυσαντίλεκτον, hard to gainsay, D.H.5.18: metaph., ἐπιθυμία J.AJ18.9.5.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de contradecir τεκμήριον D.H.5.18, cf. 7.70, ἐπιθυμία I.AI 18.343.

German (Pape)

[Seite 676] schwer zu widerlegen; τεκμήριον, μαρτυρία, Dion. Hal. 5, 18. 7, 70; ἐπιθυμία, schwer zu widerstehen, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαντίλεκτος: -ον, δυσκόλως ἀναιρούμενος, ἀνασκευαζόμενος τεκμήριον, μαρτυρία Διον. Ἁλ. 5. 18, κτλ.

Greek Monolingual

δυσαντίλεκτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται
2. εκείνος με τον οποίο δύσκολα διαφωνεί κανείς.