παρακινηματικός: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(31)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parakinimatikos
|Transliteration C=parakinimatikos
|Beta Code=parakinhmatiko/s
|Beta Code=parakinhmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">exciting</b>, π. τι καὶ μανιῶδες <span class="bibl">Ph. 2.477</span>.</span>
|Definition=παρακινηματική, παρακινηματικόν, [[exciting]], π. τι καὶ μανιῶδες Ph. 2.477.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παρακίνημα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να διεγείρει, να ερεθίζει, [[διεγερτικός]], [[ερεθιστικός]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παρακίνημα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή την [[ικανότητα]] να διεγείρει, να ερεθίζει, [[διεγερτικός]], [[ερεθιστικός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακῑνηματικός Medium diacritics: παρακινηματικός Low diacritics: παρακινηματικός Capitals: ΠΑΡΑΚΙΝΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parakinēmatikós Transliteration B: parakinēmatikos Transliteration C: parakinimatikos Beta Code: parakinhmatiko/s

English (LSJ)

παρακινηματική, παρακινηματικόν, exciting, π. τι καὶ μανιῶδες Ph. 2.477.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παρακίνημα, -ατος]
αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διεγείρει, να ερεθίζει, διεγερτικός, ερεθιστικός.