σφαιριστής: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfairistis | |Transliteration C=sfairistis | ||
|Beta Code=sfairisth/s | |Beta Code=sfairisth/s | ||
|Definition= | |Definition=σφαιριστοῦ, ὁ, [[ball-player]], Antig.Car. ap. Ath.12.548b, ''AP''5.213 (Mel.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 11:42, 25 August 2023
English (LSJ)
σφαιριστοῦ, ὁ, ball-player, Antig.Car. ap. Ath.12.548b, AP5.213 (Mel.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαιριστής -οῦ, ὁ, Dor. σφαιριστάς [σφαιρίζω] balspeler.
German (Pape)
ὁ, der Ballspieler; ἔρως, Mel. 97 (V.2141; Antigon. Car. bei Ath. 548b.
Russian (Dvoretsky)
σφαιριστής: οῦ ὁ играющий в мяч Anth.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιριστής: -οῦ, ὁ, σφαιρίζων, ὁ παίζων τὴν παιδιὰν τῆς σφαίρας, σφαιριστὰν τὸν Ἔρωτα τρέφω Ἀνθ. Π. 5. 214, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 548Β.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και θηλ. σφαιρίστρια Ν σφαφίζω
αυτός που συμμετέχει σε παιχνίδι που παίζεται με σφαίρες
νεοελλ.
ο παίκτης μπιλιάρδου.