κλαδάσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kladassomai
|Transliteration C=kladassomai
|Beta Code=klada/ssomai
|Beta Code=klada/ssomai
|Definition=Pass., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rush violently]], [[surge]], αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων <span class="bibl">Emp.100.22</span>.</span>
|Definition=Pass., [[rush violently]], [[surge]], αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Emp.100.22.
}}
{{elnl
|elnltext=κλαδάσσομαι [κλαδαρός?] [[snel stromen]].
}}
{{elru
|elrutext='''κλᾰδάσσομαι:''' [[волноваться]], [[бурлить]] ([[αἷμα]] κλαδασσόμενον Emped. ap. Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλαδάσσομαι]] (Α)<br />κινούμαι με [[ορμή]] («[[αἷμα]] κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το θ. του [[κλαδαρός]] «[[εύθραυστος]]». Για τη σημ. <b>βλ. λ.</b> [[κλαδαρός]].
|mltxt=[[κλαδάσσομαι]] (Α)<br />κινούμαι με [[ορμή]] («[[αἷμα]] κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το θ. του [[κλαδαρός]] «[[εύθραυστος]]». Για τη σημ. <b>βλ. λ.</b> [[κλαδαρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κλᾰδάσσομαι:''' волноваться, бурлить ([[αἷμα]] κλαδασσόμενον Emped. ap. Arst.).
}}
{{elnl
|elnltext=κλαδάσσομαι [κλαδαρός?] snel stromen.
}}
}}

Latest revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλᾰδάσσομαι Medium diacritics: κλαδάσσομαι Low diacritics: κλαδάσσομαι Capitals: ΚΛΑΔΑΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: kladássomai Transliteration B: kladassomai Transliteration C: kladassomai Beta Code: klada/ssomai

English (LSJ)

Pass., rush violently, surge, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Emp.100.22.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλαδάσσομαι [κλαδαρός?] snel stromen.

Russian (Dvoretsky)

κλᾰδάσσομαι: волноваться, бурлить (αἷμα κλαδασσόμενον Emped. ap. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κλᾰδάσσομαι: ἐξορμῶ, κινοῦμαι μετὰ σφοδρότητος, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Ἐμπεδ. 364· ὁ Λοβ. Παθ. Προλεγ. 89 διορθοῖ, κλυδασσόμενον, κλυδωνιζόμενον.

Greek Monolingual

κλαδάσσομαι (Α)
κινούμαι με ορμήαἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. του κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός.