μακροβόλος: Difference between revisions
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=makrovolos | |Transliteration C=makrovolos | ||
|Beta Code=makrobo/los | |Beta Code=makrobo/los | ||
|Definition= | |Definition=μακροβόλον, [[far-throwing]], σφενδόνη Id.8.3.33 (Comp.), Eust.311.20 (Comp.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
μακροβόλον, far-throwing, σφενδόνη Id.8.3.33 (Comp.), Eust.311.20 (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
μακροβόλος: -ον, ὁ βάλλων μακράν, σφενδόνη Στράβ. 311. 20.
Greek Monolingual
-ο (AM μακροβόλος, -ον)
αυτός που βάλλει μακριά, που ρίχνει, που εξακοντίζει σε μεγάλη απόσταση («μακροβολωτέρας δ' οὔσης τῆς σφενδόνης πεσεῖν τὸν Δέγμενον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -βόλος (< βάλλω), δισκοβόλος.
German (Pape)
weitschleudernd, -treffend, Strab. VIII.357 und andere Spätere, wie Schol. Od. 8.233.