μονῳδικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=monōdikos | |Transliteration B=monōdikos | ||
|Transliteration C=monodikos | |Transliteration C=monodikos | ||
|Beta Code=monw&# | |Beta Code=monw|diko/s | ||
|Definition= | |Definition=μονῳδική, μονῳδικόν, of or for a [[μονῳδία]], [[γυμνάσματα]] Sch.Ar.''Ra.''974. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονῳδικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μονῳδίαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 974. | |lstext='''μονῳδικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μονῳδίαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 974. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μονῳδικός]], -ή, -όν)<br />[[μονωδός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στη [[μονωδία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
μονῳδική, μονῳδικόν, of or for a μονῳδία, γυμνάσματα Sch.Ar.Ra.974.
German (Pape)
[Seite 206] ή, όν, zur Monodie gehörig, Schol. Ar. Ran. 974 erkl. μονῳδίαις γυμνάσμασι μονῳδικοῖς, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μονῳδικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μονῳδίαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 974.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μονῳδικός, -ή, -όν)
μονωδός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στη μονωδία.