φαλαγγιτικός: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(44) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=falaggitikos | |Transliteration C=falaggitikos | ||
|Beta Code=falaggitiko/s | |Beta Code=falaggitiko/s | ||
|Definition= | |Definition=φαλαγγιτική, φαλαγγιτικόν, [[armed like the phalanx]], σπεῖρα Plb.18.28.10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] zum Soldaten von der Phalanx, der Legion gehörig, ihn betreffend, σπείρα, Pol. 18, 11, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] zum Soldaten von der Phalanx, der Legion gehörig, ihn betreffend, σπείρα, Pol. 18, 11, 10. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φᾰλαγγῑτικός:''' строящийся по фалангам, т. е. линейный, пехотный ([[σπεῖρα]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή,-ό / [[φαλαγγιτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και φαλαγγίτικος Ν [[φαλαγγίτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλαγγίτη (α. «[[φαλαγγιτικός]] όρκος» β. «τιθεις ἐναλλὰξ σημαίαν καὶ | |mltxt=-ή,-ό / [[φαλαγγιτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και φαλαγγίτικος Ν [[φαλαγγίτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλαγγίτη (α. «[[φαλαγγιτικός]] όρκος» β. «τιθεις ἐναλλὰξ σημαίαν καὶ σπεῖραν φαλαγγιτικήν»,<b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «φαλαγγιτικά γραμμάτια» — πιστωτικά γραμμάτια που είχαν δοθεί το 1838 στους απόμαχους αγωνιστές του 1821, στους φαλαγγίτες, για να αγοράσουν σε [[δημοπρασία]] εθνικά κτήματα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
φαλαγγιτική, φαλαγγιτικόν, armed like the phalanx, σπεῖρα Plb.18.28.10.
German (Pape)
[Seite 1252] zum Soldaten von der Phalanx, der Legion gehörig, ihn betreffend, σπείρα, Pol. 18, 11, 10.
Russian (Dvoretsky)
φᾰλαγγῑτικός: строящийся по фалангам, т. е. линейный, пехотный (σπεῖρα Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλαγγῑτῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φάλαγγα, σπεῖρα Πολύβ. 18. 11, 10.
Greek Monolingual
-ή,-ό / φαλαγγιτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φαλαγγίτικος Ν φαλαγγίτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλαγγίτη (α. «φαλαγγιτικός όρκος» β. «τιθεις ἐναλλὰξ σημαίαν καὶ σπεῖραν φαλαγγιτικήν»,Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «φαλαγγιτικά γραμμάτια» — πιστωτικά γραμμάτια που είχαν δοθεί το 1838 στους απόμαχους αγωνιστές του 1821, στους φαλαγγίτες, για να αγοράσουν σε δημοπρασία εθνικά κτήματα.