παρερμηνεύω: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(6_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parermineyo
|Transliteration C=parermineyo
|Beta Code=parermhneu/w
|Beta Code=parermhneu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">misinterpret</b>, τὸν ποιητήν <span class="bibl">Str.7.3.10</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PGiss.</span>40 ii 7</span> (iii A. D.).</span>
|Definition=[[misinterpret]], τὸν ποιητήν Str.7.3.10, cf. ''PGiss.''40 ii 7 (iii A. D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρερμηνεύω''': [[ἐσφαλμένως]], κακῶς [[ἑρμηνεύω]], τὸν ποιητὴν Στράβ. 303·-παρερμήνευμα, τό, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 886C: - παρερμηνευταί, οἱ, οἱ παρερμηνεύοντες, αἵρεσίς τις Χριστιανική, Ἐκκλ.
|lstext='''παρερμηνεύω''': [[ἐσφαλμένως]], κακῶς [[ἑρμηνεύω]], τὸν ποιητὴν Στράβ. 303·-παρερμήνευμα, τό, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 886C: - παρερμηνευταί, οἱ, οἱ παρερμηνεύοντες, αἵρεσίς τις Χριστιανική, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />[[ερμηνεύω]] [[κάτι]] εσφαλμένα, [[παρανοώ]], [[παρεξηγώ]] (α. «παρερμήνευσες τα όσα [[είπα]]» β. «παρερμηνεύειν τὸν ποιητήν», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρερμηνεύω Medium diacritics: παρερμηνεύω Low diacritics: παρερμηνεύω Capitals: ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΥΩ
Transliteration A: parermēneúō Transliteration B: parermēneuō Transliteration C: parermineyo Beta Code: parermhneu/w

English (LSJ)

misinterpret, τὸν ποιητήν Str.7.3.10, cf. PGiss.40 ii 7 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 518] falsch auslegen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρερμηνεύω: ἐσφαλμένως, κακῶς ἑρμηνεύω, τὸν ποιητὴν Στράβ. 303·-παρερμήνευμα, τό, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 886C: - παρερμηνευταί, οἱ, οἱ παρερμηνεύοντες, αἵρεσίς τις Χριστιανική, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ΝΑ
ερμηνεύω κάτι εσφαλμένα, παρανοώ, παρεξηγώ (α. «παρερμήνευσες τα όσα είπα» β. «παρερμηνεύειν τὸν ποιητήν», Στράβ.).