σπευστός: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spefstos
|Transliteration C=spefstos
|Beta Code=speusto/s
|Beta Code=speusto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be done]] or [[pursued eagerly]], <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.108</span> B.</span>
|Definition=σπευστή, σπευστόν, to [[be done]] or [[pursued eagerly]], Phryn.''PS''p.108 B.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπευστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὅν πρέπει τις νά πράξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ [[μετὰ]] προθυμίας, Α. Β. 63.
|lstext='''σπευστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὅν πρέπει τις νά πράξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ μετὰ προθυμίας, Α. Β. 63.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σπεύδω]]<br />αυτός τον οποίο [[πρέπει]] να σπεύσει [[κανείς]] να κάνει.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σπεύδω]]<br />αυτός τον οποίο [[πρέπει]] να σπεύσει [[κανείς]] να κάνει.
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπευστός Medium diacritics: σπευστός Low diacritics: σπευστός Capitals: ΣΠΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: speustós Transliteration B: speustos Transliteration C: spefstos Beta Code: speusto/s

English (LSJ)

σπευστή, σπευστόν, to be done or pursued eagerly, Phryn.PSp.108 B.

German (Pape)

[Seite 921] adj. verb. von σπεύδω, beeilt, eifrig betrieben; σπουδῆς ἄξιος erkl. Phryn. in B. A. 63.

Greek (Liddell-Scott)

σπευστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὅν πρέπει τις νά πράξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ μετὰ προθυμίας, Α. Β. 63.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σπεύδω
αυτός τον οποίο πρέπει να σπεύσει κανείς να κάνει.