ἀνανεωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ananeotikos
|Transliteration C=ananeotikos
|Beta Code=a)nanewtiko/s
|Beta Code=a)nanewtiko/s
|Definition=ή, όν, [[renewing]], [[reviving]], τινός <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>11.4.7</span>.
|Definition=ἀνανεωτική, ἀνανεωτικόν, [[renewing]], [[reviving]], τινός J.''AJ''11.4.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[renovador]] θυσίας ἀ. τῶν πρότερον ἀγαθῶν I.<i>AI</i> 11.107, ὑγεία ἀνανεωτική Procl.<i>in Ti</i>.2.63.28.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνανεωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα ἢ τὴν δύναμιν νὰ ἀνανεώνῃ, νὰ ἀναζωπυρῇ, τινὸς Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 417.
|lstext='''ἀνανεωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα ἢ τὴν δύναμιν νὰ ἀνανεώνῃ, νὰ ἀναζωπυρῇ, τινὸς Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 417.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[renovador]] θυσίας ἀ. τῶν πρότερον ἀγαθῶν I.<i>AI</i> 11.107, ὑγεία ἀνανεωτική Procl.<i>in Ti</i>.2.63.28.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνανεωτικός]], -ή, -όν) [[ανανεώνω]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[ανανέωση]], ο [[ικανός]] να ανανεώνει, να αναζωογονεί.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνανεωτικός]], -ή, -όν) [[ανανεώνω]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[ανανέωση]], ο [[ικανός]] να ανανεώνει, να αναζωογονεί.
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανεωτικός Medium diacritics: ἀνανεωτικός Low diacritics: ανανεωτικός Capitals: ΑΝΑΝΕΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ananeōtikós Transliteration B: ananeōtikos Transliteration C: ananeotikos Beta Code: a)nanewtiko/s

English (LSJ)

ἀνανεωτική, ἀνανεωτικόν, renewing, reviving, τινός J.AJ11.4.7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
renovador θυσίας ἀ. τῶν πρότερον ἀγαθῶν I.AI 11.107, ὑγεία ἀνανεωτική Procl.in Ti.2.63.28.

German (Pape)

[Seite 199] verjüngend, erneuend, Ioseph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανεωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα ἢ τὴν δύναμιν νὰ ἀνανεώνῃ, νὰ ἀναζωπυρῇ, τινὸς Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 417.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνανεωτικός, -ή, -όν) ανανεώνω
ο σχετικός με την ανανέωση, ο ικανός να ανανεώνει, να αναζωογονεί.