σιλουρισμός: Difference between revisions
From LSJ
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
(6_15) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=silourismos | |Transliteration C=silourismos | ||
|Beta Code=silourismo/s | |Beta Code=silourismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[eating]] of a [[σίλουρος]], [[serving it up]] at table, Diph. 17.11. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σιλουρισμός''': ὁ, τὸ ἐσθίειν σίλουρον, τὸ παρουσιάζειν αὐτὸν ἐπὶ τῆς τραπέζης, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 11. | |lstext='''σιλουρισμός''': ὁ, τὸ ἐσθίειν σίλουρον, τὸ παρουσιάζειν αὐτὸν ἐπὶ τῆς τραπέζης, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />το να παραθέτει [[κανείς]] σίλουρο στο [[δείπνο]], να τραπεζώνει τους καλεσμένους του με σίλουρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίλουρος]] «[[είδος]] ψαριού» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ισμός</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, eating of a σίλουρος, serving it up at table, Diph. 17.11.
German (Pape)
[Seite 881] ὁ, das Essen vom σίλουρος, das Bewirthen damit, Ath. IV, 132 e aus Diphil.
Greek (Liddell-Scott)
σιλουρισμός: ὁ, τὸ ἐσθίειν σίλουρον, τὸ παρουσιάζειν αὐτὸν ἐπὶ τῆς τραπέζης, Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 11.
Greek Monolingual
ὁ, Α
το να παραθέτει κανείς σίλουρο στο δείπνο, να τραπεζώνει τους καλεσμένους του με σίλουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίλουρος «είδος ψαριού» + κατάλ. -ισμός].