ἐμπήκτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=empiktis
|Transliteration C=empiktis
|Beta Code=e)mph/kths
|Beta Code=e)mph/kths
|Definition=ου, ὁ, [[one who sticks up judicial notices]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>64.2</span>, al.
|Definition=ἐμπήκτου, ὁ, [[one who sticks up judicial notices]], Arist.''Ath.''64.2, al.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ jur. [[clavador]], el que introducía los πινάκια de los jurados en las ranuras del κληρωτήριον Arist.<i>Ath</i>.64.2, 65.3, cf. Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπήκτης''': -ου, ὁ ἐμπήγων ἐπὶ τοῦ πρὸς τοῦτο ξύλου πινακίδια δικαστικῶν ἀποφάσεων, «ὁ τὰ δικαστικὰ γραμματείδια παρὰ τοῦ θεσμοφόρου λαμβάνων [[ὑπηρέτης]] καὶ πήσσων εἰς τὴν κανονίδα» Ἡσύχ., Ἀριστ. Πολιτ. Ἀθηναίων 95. 11., 98. 18 (ἔκδ. Blass).
|lstext='''ἐμπήκτης''': -ου, ὁ ἐμπήγων ἐπὶ τοῦ πρὸς τοῦτο ξύλου πινακίδια δικαστικῶν ἀποφάσεων, «ὁ τὰ δικαστικὰ γραμματείδια παρὰ τοῦ θεσμοφόρου λαμβάνων [[ὑπηρέτης]] καὶ πήσσων εἰς τὴν κανονίδα» Ἡσύχ., Ἀριστ. Πολιτ. Ἀθηναίων 95. 11., 98. 18 (ἔκδ. Blass).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ jur. [[clavador]], el que introducía los πινάκια de los jurados en las ranuras del κληρωτήριον Arist.<i>Ath</i>.64.2, 65.3, cf. Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπήκτης]], ο (πληθ. ἐμπῆκται, οι) (Α)<br />οι πολίτες που βοηθούσαν τους Εννέα άρχοντες για τον σχηματισμό της σύνθεσης τών δικαστηρίων.
|mltxt=[[ἐμπήκτης]], ο (πληθ. ἐμπῆκται, οι) (Α)<br />οι πολίτες που βοηθούσαν τους Εννέα άρχοντες για τον σχηματισμό της σύνθεσης τών δικαστηρίων.
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπήκτης Medium diacritics: ἐμπήκτης Low diacritics: εμπήκτης Capitals: ΕΜΠΗΚΤΗΣ
Transliteration A: empḗktēs Transliteration B: empēktēs Transliteration C: empiktis Beta Code: e)mph/kths

English (LSJ)

ἐμπήκτου, ὁ, one who sticks up judicial notices, Arist.Ath.64.2, al.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ jur. clavador, el que introducía los πινάκια de los jurados en las ranuras del κληρωτήριον Arist.Ath.64.2, 65.3, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 812] ὁ, der Gesetze od. Verfügungen der Behörden öffentlich anheftet, um sie bekannt zu machen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπήκτης: -ου, ὁ ἐμπήγων ἐπὶ τοῦ πρὸς τοῦτο ξύλου πινακίδια δικαστικῶν ἀποφάσεων, «ὁ τὰ δικαστικὰ γραμματείδια παρὰ τοῦ θεσμοφόρου λαμβάνων ὑπηρέτης καὶ πήσσων εἰς τὴν κανονίδα» Ἡσύχ., Ἀριστ. Πολιτ. Ἀθηναίων 95. 11., 98. 18 (ἔκδ. Blass).

Greek Monolingual

ἐμπήκτης, ο (πληθ. ἐμπῆκται, οι) (Α)
οι πολίτες που βοηθούσαν τους Εννέα άρχοντες για τον σχηματισμό της σύνθεσης τών δικαστηρίων.