ἐμπήκτης

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπήκτης Medium diacritics: ἐμπήκτης Low diacritics: εμπήκτης Capitals: ΕΜΠΗΚΤΗΣ
Transliteration A: empḗktēs Transliteration B: empēktēs Transliteration C: empiktis Beta Code: e)mph/kths

English (LSJ)

ἐμπήκτου, ὁ, one who sticks up judicial notices, Arist.Ath.64.2, al.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ jur. clavador, el que introducía los πινάκια de los jurados en las ranuras del κληρωτήριον Arist.Ath.64.2, 65.3, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 812] ὁ, der Gesetze od. Verfügungen der Behörden öffentlich anheftet, um sie bekannt zu machen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπήκτης: -ου, ὁ ἐμπήγων ἐπὶ τοῦ πρὸς τοῦτο ξύλου πινακίδια δικαστικῶν ἀποφάσεων, «ὁ τὰ δικαστικὰ γραμματείδια παρὰ τοῦ θεσμοφόρου λαμβάνων ὑπηρέτης καὶ πήσσων εἰς τὴν κανονίδα» Ἡσύχ., Ἀριστ. Πολιτ. Ἀθηναίων 95. 11., 98. 18 (ἔκδ. Blass).

Greek Monolingual

ἐμπήκτης, ο (πληθ. ἐμπῆκται, οι) (Α)
οι πολίτες που βοηθούσαν τους Εννέα άρχοντες για τον σχηματισμό της σύνθεσης τών δικαστηρίων.