μητρανοίκτης: Difference between revisions
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mitranoiktis | |Transliteration C=mitranoiktis | ||
|Beta Code=mhtranoi/kths | |Beta Code=mhtranoi/kths | ||
|Definition= | |Definition=μητρανοίκτου, ὁ, [[instrument for opening the womb]], [[Hermes]] 38.282. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μητρανοίκτης''': ὁ, [[ἐργαλεῖον]] χειρουργικὸν πρὸς ἄνοιξιν τῆς μήτρας, Ἰατρ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μητρανοίκτης]], ὁ (Α)<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη [[διάνοιξη]] της μήτρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[μήτρα]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανοίκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανοίγω]]), [[πρβλ]]. [[θηρανοίκτης]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:46, 25 August 2023
English (LSJ)
μητρανοίκτου, ὁ, instrument for opening the womb, Hermes 38.282.
Greek (Liddell-Scott)
μητρανοίκτης: ὁ, ἐργαλεῖον χειρουργικὸν πρὸς ἄνοιξιν τῆς μήτρας, Ἰατρ.
Greek Monolingual
μητρανοίκτης, ὁ (Α)
χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη διάνοιξη της μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. μήτρα (Ι) + -ανοίκτης (< ανοίγω), πρβλ. θηρανοίκτης].