μεταφορητός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metaforitos
|Transliteration C=metaforitos
|Beta Code=metaforhto/s
|Beta Code=metaforhto/s
|Definition=όν, [[portable]], ἔστι τὸ ἀγγεῖον τόπος μ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>209b29</span>.
|Definition=μεταφορητόν, [[portable]], ἔστι τὸ ἀγγεῖον τόπος μ. Arist.''Ph.''209b29.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταφορητός Medium diacritics: μεταφορητός Low diacritics: μεταφορητός Capitals: ΜΕΤΑΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: metaphorētós Transliteration B: metaphorētos Transliteration C: metaforitos Beta Code: metaforhto/s

English (LSJ)

μεταφορητόν, portable, ἔστι τὸ ἀγγεῖον τόπος μ. Arist.Ph.209b29.

German (Pape)

von einem Ort zum andern getragen, zu tragen, Arist. phys. 4.4.18 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

μεταφορητός: переносный, перемещаемый (τόπος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταφορητός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταφέρῃ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, φορητός, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18.

Greek Monolingual

μεταφορητός, -ή, -όν (Α) μεταφορώ
αυτός τον οποίο μπορεί να τον μεταφέρει κανείς, ο φορητός.