μεταφορητός: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metaforitos | |Transliteration C=metaforitos | ||
|Beta Code=metaforhto/s | |Beta Code=metaforhto/s | ||
|Definition= | |Definition=μεταφορητόν, [[portable]], ἔστι τὸ ἀγγεῖον τόπος μ. Arist.''Ph.''209b29. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:48, 25 August 2023
English (LSJ)
μεταφορητόν, portable, ἔστι τὸ ἀγγεῖον τόπος μ. Arist.Ph.209b29.
German (Pape)
von einem Ort zum andern getragen, zu tragen, Arist. phys. 4.4.18 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
μεταφορητός: переносный, перемещаемый (τόπος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταφορητός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταφέρῃ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, φορητός, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18.
Greek Monolingual
μεταφορητός, -ή, -όν (Α) μεταφορώ
αυτός τον οποίο μπορεί να τον μεταφέρει κανείς, ο φορητός.