λιπόπαις: Difference between revisions

From LSJ

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411
(6_20)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lipopais
|Transliteration C=lipopais
|Beta Code=lipo/pais
|Beta Code=lipo/pais
|Definition=παιδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">childless</b>, found in neut. pl., λέχη λιπόπαιδα <span class="bibl">Man.4.584</span>.</span>
|Definition=παιδος, ὁ, ἡ, [[childless]], found in neut. pl., λέχη λιπόπαιδα Man.4.584.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπόπαις''': παιδος, ὁ, ἡ, [[ἄπαις]], μετ’ οὐδ. πληθ. λέχη, λιπόπαιδα Μανέθων 4. 585· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 264.
|lstext='''λῐπόπαις''': παιδος, ὁ, ἡ, [[ἄπαις]], μετ’ οὐδ. πληθ. λέχη, λιπόπαιδα Μανέθων 4. 585· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 264.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιπόπαις]], -παιδος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που εγκαταλείφθηκε από τα [[παιδιά]] του ή αυτός που δεν έχει [[παιδιά]], [[άτεκνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπόπαις Medium diacritics: λιπόπαις Low diacritics: λιπόπαις Capitals: ΛΙΠΟΠΑΙΣ
Transliteration A: lipópais Transliteration B: lipopais Transliteration C: lipopais Beta Code: lipo/pais

English (LSJ)

παιδος, ὁ, ἡ, childless, found in neut. pl., λέχη λιπόπαιδα Man.4.584.

German (Pape)

[Seite 52] -παιδος, von Kindern verlassen, kinderlos, λέχη, Han. 4, 586.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόπαις: παιδος, ὁ, ἡ, ἄπαις, μετ’ οὐδ. πληθ. λέχη, λιπόπαιδα Μανέθων 4. 585· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 264.

Greek Monolingual

λιπόπαις, -παιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που εγκαταλείφθηκε από τα παιδιά του ή αυτός που δεν έχει παιδιά, άτεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + παῖς, παιδός].