πολυέξοδος: Difference between revisions
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyeksodos | |Transliteration C=polyeksodos | ||
|Beta Code=polue/codos | |Beta Code=polue/codos | ||
|Definition=ον, < | |Definition=πολυέξοδον, [[with many outgoings]], [[lavish]], Procl.''Par.Ptol.''96. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0662.png Seite 662]] viel ausgehend, Procl. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πολυέξοδος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἐξόδους, Νικήτ. Χων Χρον. ἐν κώδ. Γραικοβαρβάρῳ σ. 132, 23 καὶ 226, 19, ἔκδ. Bekk. ΙΙ. ὁ πολλὰ ἐξοδεύων, [[πολυδάπανος]], περὶ τὰς στολὰς πολυέξοδοι Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 96, 25. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολυέξοδος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πολυδάπανος]], [[σπάταλος]]<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο απαιτούνται [[πολλά]] έξοδα, πολλές δαπάνες, [[δαπανηρός]] («πολυέξοδη [[θεραπεία]]»)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει πολλές εξόδους, πολλές πόρτες. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:49, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυέξοδον, with many outgoings, lavish, Procl.Par.Ptol.96.
German (Pape)
[Seite 662] viel ausgehend, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
πολυέξοδος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἐξόδους, Νικήτ. Χων Χρον. ἐν κώδ. Γραικοβαρβάρῳ σ. 132, 23 καὶ 226, 19, ἔκδ. Bekk. ΙΙ. ὁ πολλὰ ἐξοδεύων, πολυδάπανος, περὶ τὰς στολὰς πολυέξοδοι Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 96, 25.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυέξοδος, -ον, ΝΜΑ
1. πολυδάπανος, σπάταλος
2. αυτός για τον οποίο απαιτούνται πολλά έξοδα, πολλές δαπάνες, δαπανηρός («πολυέξοδη θεραπεία»)
μσν.
αυτός που έχει πολλές εξόδους, πολλές πόρτες.