θερμολούτης: Difference between revisions

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thermoloytis
|Transliteration C=thermoloytis
|Beta Code=qermolou/ths
|Beta Code=qermolou/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who uses hot baths</b>, Agathin. ap. <span class="bibl">Orib.10.7.9</span>.</span>
|Definition=θερμολούτου, ὁ, [[one who uses hot baths]], Agathin. ap. Orib.10.7.9.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1202.png Seite 1202]] ὁ, der warm Badende, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''θερμολούτης''': -ου, ὁ, ὁ μεταχειριζόμενος θερμὰ λουτρά, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβ. 286 Ματθ. ― θερμολουτέω, μεταχειρίζομαι θερμὰ λουτρά, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ.1, Ἄλεξ. ἐν Ὀλ.1. 11· οὐχὶ -λουτρέω, ὡς ἐν Ἀριστ. Προβλ. 1. 29. ― καὶ θερμολουτία, ἡ, θερμὸν [[λουτρόν]], ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. 380. 3, Θεόφρ. περὶ Ἱδρώτων 16, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· ἢ -λουσία, Κωμ, Ἀνών. 241, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 594.
}}
{{grml
|mltxt=[[θερμολούτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κάνει ζεστά λουτρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λούτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[λούω]] ([[πρβλ]]. [[ψυχρολούτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμολούτης Medium diacritics: θερμολούτης Low diacritics: θερμολούτης Capitals: ΘΕΡΜΟΛΟΥΤΗΣ
Transliteration A: thermoloútēs Transliteration B: thermoloutēs Transliteration C: thermoloytis Beta Code: qermolou/ths

English (LSJ)

θερμολούτου, ὁ, one who uses hot baths, Agathin. ap. Orib.10.7.9.

German (Pape)

[Seite 1202] ὁ, der warm Badende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θερμολούτης: -ου, ὁ, ὁ μεταχειριζόμενος θερμὰ λουτρά, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβ. 286 Ματθ. ― θερμολουτέω, μεταχειρίζομαι θερμὰ λουτρά, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ.1, Ἄλεξ. ἐν Ὀλ.1. 11· οὐχὶ -λουτρέω, ὡς ἐν Ἀριστ. Προβλ. 1. 29. ― καὶ θερμολουτία, ἡ, θερμὸν λουτρόν, ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. 380. 3, Θεόφρ. περὶ Ἱδρώτων 16, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· ἢ -λουσία, Κωμ, Ἀνών. 241, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 594.

Greek Monolingual

θερμολούτης, ὁ (Α)
αυτός που κάνει ζεστά λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -λούτης < λούω (πρβλ. ψυχρολούτης)].