φαιδροείμων: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=faidroeimon
|Transliteration C=faidroeimon
|Beta Code=faidroei/mwn
|Beta Code=faidroei/mwn
|Definition=ον, gen. ονος, (εἷμα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">in bright attire</b>, <span class="bibl">Agath.5.15</span>.</span>
|Definition=φαιδροείμον, gen. ονος, ([[εἷμα]]) [[in bright attire]], Agath.5.15.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαιδροείμων''': ον. γεν. -ονος. (εἶμα) ὁ λαμπρῶς ἐνδεδυμένος, ἀστικοί τε καὶ φαιδροείμονες Ἀγαθ. 159C.
|lstext='''φαιδροείμων''': ον. γεν. -ονος. (εἶμα) ὁ λαμπρῶς ἐνδεδυμένος, ἀστικοί τε καὶ φαιδροείμονες Ἀγαθ. 159C.
}}
{{grml
|mltxt=-όειμον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) ο [[λαμπρά]] ντυμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαιδρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>είμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἷμα]] «[[ένδυμα]]»), [[πρβλ]]. [[μελανοείμων]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδροείμων Medium diacritics: φαιδροείμων Low diacritics: φαιδροείμων Capitals: ΦΑΙΔΡΟΕΙΜΩΝ
Transliteration A: phaidroeímōn Transliteration B: phaidroeimōn Transliteration C: faidroeimon Beta Code: faidroei/mwn

English (LSJ)

φαιδροείμον, gen. ονος, (εἷμα) in bright attire, Agath.5.15.

German (Pape)

[Seite 1250] ονος, in reinem Kleide, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδροείμων: ον. γεν. -ονος. (εἶμα) ὁ λαμπρῶς ἐνδεδυμένος, ἀστικοί τε καὶ φαιδροείμονες Ἀγαθ. 159C.

Greek Monolingual

-όειμον, Α
(ποιητ. τ.) ο λαμπρά ντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. μελανοείμων].