διαύγιον: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diaygion | |Transliteration C=diaygion | ||
|Beta Code=diau/gion | |Beta Code=diau/gion | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[vent]], Hero''Spir.''1.18, al.; [[peephole]], Procl.''Hyp.''3.16. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br />[[respiradero]], [[agujero]] δ. ἔστω ... ἐν τῷ κύτει τοῦ ῥυτοῦ Hero <i>Spir</i>.1.18, cf. 1.9, 35, 2.1, 13, 19, 28, Procl.<i>Hyp</i>.3.16. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] τό, eine kleine | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] τό, eine kleine Öffnung ([[διαύγεια]]), Hero. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαύγιον''': τό, =[[διαύγεια]] ΙΙ. Ἥρων Πνευμ. σ. 163,172, κτλ. | |lstext='''διαύγιον''': τό, =[[διαύγεια]] ΙΙ. Ἥρων Πνευμ. σ. 163,172, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαύγιον]], το (Α)<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[διαύγεια]], μικρή [[τρύπα]], [[φεγγίτης]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[τρύπα]] σε [[οχύρωμα]] κατάλληλη για [[κατόπτευση]] (Πρόκλ., <i>Υποτύπωσις Αστρολογικών θέσεων</i>). | |mltxt=[[διαύγιον]], το (Α)<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[διαύγεια]], μικρή [[τρύπα]], [[φεγγίτης]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[τρύπα]] σε [[οχύρωμα]] κατάλληλη για [[κατόπτευση]] (Πρόκλ., <i>Υποτύπωσις Αστρολογικών θέσεων</i>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:52, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, vent, HeroSpir.1.18, al.; peephole, Procl.Hyp.3.16.
Spanish (DGE)
-ου, τό
respiradero, agujero δ. ἔστω ... ἐν τῷ κύτει τοῦ ῥυτοῦ Hero Spir.1.18, cf. 1.9, 35, 2.1, 13, 19, 28, Procl.Hyp.3.16.
German (Pape)
[Seite 609] τό, eine kleine Öffnung (διαύγεια), Hero.
Greek (Liddell-Scott)
διαύγιον: τό, =διαύγεια ΙΙ. Ἥρων Πνευμ. σ. 163,172, κτλ.
Greek Monolingual
διαύγιον, το (Α)
1. υποκορ. του διαύγεια, μικρή τρύπα, φεγγίτης
2. (ειδ.) τρύπα σε οχύρωμα κατάλληλη για κατόπτευση (Πρόκλ., Υποτύπωσις Αστρολογικών θέσεων).