διαύγιον
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
τό, vent, HeroSpir.1.18, al.; peephole, Procl.Hyp.3.16.
Spanish (DGE)
-ου, τό
respiradero, agujero δ. ἔστω ... ἐν τῷ κύτει τοῦ ῥυτοῦ Hero Spir.1.18, cf. 1.9, 35, 2.1, 13, 19, 28, Procl.Hyp.3.16.
German (Pape)
[Seite 609] τό, eine kleine Öffnung (διαύγεια), Hero.
Greek (Liddell-Scott)
διαύγιον: τό, =διαύγεια ΙΙ. Ἥρων Πνευμ. σ. 163,172, κτλ.
Greek Monolingual
διαύγιον, το (Α)
1. υποκορ. του διαύγεια, μικρή τρύπα, φεγγίτης
2. (ειδ.) τρύπα σε οχύρωμα κατάλληλη για κατόπτευση (Πρόκλ., Υποτύπωσις Αστρολογικών θέσεων).