διαυλωνισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diavlonismos
|Transliteration C=diavlonismos
|Beta Code=diaulwnismo/s
|Beta Code=diaulwnismo/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[passage of wind through a narrow opening]], <span class="bibl">Eust.1107.63</span>.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, [[passage of wind through a narrow opening]], Eust.1107.63.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[paso a través de una abertura]] ὁ τῶν πνευμάτων ἀνακαμπτικὸς δ. Eust.1107.63.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαυλωνισμός''': -οῦ, ὁ, [[δίοδος]] διὰ μέσου στενοῦ ἀνοίγματος, Εὐστ. 1107. 63.
|lstext='''διαυλωνισμός''': -οῦ, ὁ, [[δίοδος]] διὰ μέσου στενοῦ ἀνοίγματος, Εὐστ. 1107. 63.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[paso a través de una abertura]] ὁ τῶν πνευμάτων ἀνακαμπτικὸς δ. Eust.1107.63.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαυλωνισμός]], ο (Μ)<br />[[δίοδος]] ανέμου [[μέσα]] από στενό [[πέρασμα]].
|mltxt=[[διαυλωνισμός]], ο (Μ)<br />[[δίοδος]] ανέμου [[μέσα]] από στενό [[πέρασμα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαυλωνισμός Medium diacritics: διαυλωνισμός Low diacritics: διαυλωνισμός Capitals: ΔΙΑΥΛΩΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: diaulōnismós Transliteration B: diaulōnismos Transliteration C: diavlonismos Beta Code: diaulwnismo/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, passage of wind through a narrow opening, Eust.1107.63.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
paso a través de una abertura ὁ τῶν πνευμάτων ἀνακαμπτικὸς δ. Eust.1107.63.

German (Pape)

[Seite 609] ὁ, πνευμάτων ἀνακαμπτικός, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

διαυλωνισμός: -οῦ, ὁ, δίοδος διὰ μέσου στενοῦ ἀνοίγματος, Εὐστ. 1107. 63.

Greek Monolingual

διαυλωνισμός, ο (Μ)
δίοδος ανέμου μέσα από στενό πέρασμα.