τριχοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(42) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trichoforos | |Transliteration C=trichoforos | ||
|Beta Code=trixofo/ros | |Beta Code=trixofo/ros | ||
|Definition= | |Definition=τριχοφόρον, [[bristly]], of pigs, Sch.Nic.''Th.''98, ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο / [[τριχοφόρος]], -ον, ΝΑ<br />[[δασύτριχος]], [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]].<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ο / [[τριχοφόρος]], -ον, ΝΑ<br />[[δασύτριχος]], [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]].<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τριχοφόρος]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[κοινή]] [[ονομασία]] του μεγαλόσωμου θαλάσσιου θηλαστικού [[οδόβαινος]], που μοιάζει με [[φώκια]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που φορεί τριχωτά ενδύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
τριχοφόρον, bristly, of pigs, Sch.Nic.Th.98, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
τριχοφόρος: ὁ ἔχων τρίχας, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ο / τριχοφόρος, -ον, ΝΑ
δασύτριχος, τριχωτός, μαλλιαρός.
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τριχοφόρος
ζωολ. παλαιότερη κοινή ονομασία του μεγαλόσωμου θαλάσσιου θηλαστικού οδόβαινος, που μοιάζει με φώκια
μσν.
αυτός που φορεί τριχωτά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -φόρος].