παμπλείων: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pampleion | |Transliteration C=pampleion | ||
|Beta Code=pamplei/wn | |Beta Code=pamplei/wn | ||
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, [[much greater]], ὄγκος τῆς φωνῆς | |Definition=-ονος, ὁ, ἡ, [[much greater]], ὄγκος τῆς φωνῆς Arist.''Aud.''804a15. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, much greater, ὄγκος τῆς φωνῆς Arist.Aud.804a15.
Russian (Dvoretsky)
παμπλείων: 2, gen. ονος compar. к πάμπολυς.
Greek (Liddell-Scott)
παμπλείων: -ονος, ὁ, ἡ, πολλῷ πλείων, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 63 (Bonitz πάμπλεως).
Greek Monolingual
παμπλείων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
κατά πολύ περισσότερος ή μεγαλύτερος («παμπλείων ὄγκος φωνῆς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πλείων.