ἀνενθύμητος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(CSV2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ανενθύμητος
|Full diacritics=ἀνενθύμητος
|Medium diacritics=ανενθύμητος
|Medium diacritics=ἀνενθύμητος
|Low diacritics=ανενθύμητος
|Low diacritics=ανενθύμητος
|Capitals=ΑΝΕΝΘΥΜΗΤΟΣ
|Capitals=ΑΝΕΝΘΥΜΗΤΟΣ
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anenthymitos
|Transliteration C=anenthymitos
|Beta Code=a)nenqu/mhtos
|Beta Code=a)nenqu/mhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">failing to consider</b>, τού θνητού <span class="bibl">Phld.<span class="title">Mort.</span>38</span>.</span>
|Definition=ἀνενθύμητον, [[failing to consider]], τοῦ θνητοῦ Phld.''Mort.''38.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no piensa en]] τοῦ θνητοῦ Phld.<i>Mort</i>.38.<br /><b class="num">2</b> [[inconcebible]], [[inimaginable]] de la generación del Hijo, Eus.<i>DE</i> 5.1.18.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνενθύμητος]], -ον)<br />όποιος δεν θυμάται, παραγνωρίζει, παραβλέπει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[πλέον]] να θυμηθεί [[κάποιος]], ο λησμονημένος<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ακατάληπτος]], [[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί να συλλάβει ο [[νους]] του ανθρώπου (για τον Θεό).
}}
}}

Latest revision as of 11:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνενθύμητος Medium diacritics: ἀνενθύμητος Low diacritics: ανενθύμητος Capitals: ΑΝΕΝΘΥΜΗΤΟΣ
Transliteration A: anenthýmētos Transliteration B: anenthymētos Transliteration C: anenthymitos Beta Code: a)nenqu/mhtos

English (LSJ)

ἀνενθύμητον, failing to consider, τοῦ θνητοῦ Phld.Mort.38.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no piensa en τοῦ θνητοῦ Phld.Mort.38.
2 inconcebible, inimaginable de la generación del Hijo, Eus.DE 5.1.18.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνενθύμητος, -ον)
όποιος δεν θυμάται, παραγνωρίζει, παραβλέπει κάτι
νεοελλ.
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί πλέον να θυμηθεί κάποιος, ο λησμονημένος
αρχ.
ο ακατάληπτος, εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου (για τον Θεό).