σιτοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sitovoros
|Transliteration C=sitovoros
|Beta Code=sitobo/ros
|Beta Code=sitobo/ros
|Definition=ον,= <b class="b3">σιτοφάγος</b>, read by <span class="bibl"><span class="title">EM</span> 216.9</span> in <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>802</span>.
|Definition=σιτοβόρον, = [[σιτοφάγος]], read by ''EM'' 216.9 in Nic.''Th.''802.
}}
{{ls
|lstext='''σῑτοβόρος''': -ον, = [[σιτοφάγος]], ἀναγινώσκεται παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. εἰς Νικ. Θηρ. 802.
}}
{{grml
|mltxt=και [[σιτηβόρος]], -ον, Α<br />αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει το [[σιτάρι]] («κανθαρίδος σιτηβόρου», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] «[[τροφή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σαρκο</i>-<i>βόρος</i>. Ο τ. με -<i>η</i>- πιθ. για μετρικούς λόγους].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοβόρος Medium diacritics: σιτοβόρος Low diacritics: σιτοβόρος Capitals: ΣΙΤΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: sitobóros Transliteration B: sitoboros Transliteration C: sitovoros Beta Code: sitobo/ros

English (LSJ)

σιτοβόρον, = σιτοφάγος, read by EM 216.9 in Nic.Th.802.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοβόρος: -ον, = σιτοφάγος, ἀναγινώσκεται παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. εἰς Νικ. Θηρ. 802.

Greek Monolingual

και σιτηβόρος, -ον, Α
αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει το σιτάρι («κανθαρίδος σιτηβόρου», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος. Ο τ. με -η- πιθ. για μετρικούς λόγους].